«Το γεγονός ότι είμαι Ελληνίδα
βοήθησε πολύ στο Αφγανιστάν» λέει η κυρία Προβοπούλου
|
Εγκατέλειψε τη δουλειά στην τράπεζα για να προσφέρει τις υπηρεσίες της
στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα
Στην αποστολή των Γιατρών Χωρίς
Σύνορα στο Αφγανιστάν, εκεί όπου οι φανατικοί Ταλιμπάν της φυλής Παστούν
μπορούν να εκτελέσουν δημοσίως με συνοπτικές διαδικασίες γυναίκες μόνο και μόνο
επειδή δεν φορούν μπούρκα, μετέχει και μια Ελληνίδα. Πρόκειται για τη Μαριέττα
Προβοπούλου, τη μεγαλύτερη από τις δύο κόρες του πρώην κεντρικού τραπεζίτη,
η οποία βρέθηκε στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν έχοντας ως όπλο μόνο μερικά
ιατρικά βοηθήματα, γάζες και μια... μαντίλα, αλλά ποτέ δεν φόρεσε την μπούρκα,
όσο επικίνδυνο κι αν ήταν αυτό.
Η Μαριέττα, μια ψηλόλιγνη μελαχρινή 37 ετών, μητέρα δύο ανηλίκων που έχουν μεγαλώσει ανάμεσα στην Μπουρκίνα Φάσο, στο Περού, στην Αιθιοπία και στην Ελλάδα, που θέλει να την κρίνουν από το έργο της και όχι από το επίθετό της, είναι διευθύντρια της οργάνωσηςΓιατροί Χωρίς Σύνορα. Με λαμπρές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και στη Δημόσια Υγεία, με σύντομη καριέρα σε τράπεζα, τα εγκατέλειψε όλα για να κάνει κάτι που ονειρευόταν από μικρή: να προσφέρει ανακούφιση στον ανθρώπινο πόνο, να συνεισφέρει, όπως λέει, στην αναστήλωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παίρνοντας βέβαια και το ανάλογο ρίσκο. Αλλες και άλλοι στην ηλικία της με τη σιγουριά της άνεσης θα παρέμεναν στην τράπεζα και θα επιχειρούσαν να είχαν μια λαμπρή καριέρα αλλά: «Στην τράπεζα ασφυκτιούσα, νόμιζα ότι κάθε ημέρα θα λιποθυμούσα, γιατί εμένα το να δουλεύω κάπου χωρίς να υπάρχει παράλληλα και κοινωνική προσφορά δεν μου λέει απολύτως τίποτα». Ετσι αποφάσισε να ενταχθεί στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.
Στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν οι άνθρωποι, λέει, της έμαθαν πολλά. Το ίδιο και οι πόλεμοι: «Ξαφνικά βρέθηκα σε ένα περιβάλλον όπου πετούσαν πάνω από το κεφάλι μου αεροπλάνα και ελικόπτερα τα οποία βομβάρδιζαν συνεχώς και άνθρωποι σημάδευαν με Καλάσνικοφ. Κοιτούσα τους παλαιότερους συναδέλφους μου της Οργάνωσης στα μάτια για να διαπιστώσω αν φοβούνταν ή όχι. Και όμως δεν φαίνονταν να φοβούνται. Αυτό μου έδωσε θάρρος. Και ας βρισκόμασταν όλοι πρόσωπο με πρόσωπο με Αφγανούς της φυλής Παστούν. Οταν σε κοιτάζουν νιώθεις μέσα σου ότι σε μισούν. Θέλεις να τους βοηθήσεις, να τους περιθάλψεις και αυτοί, το ένιωθες, σε μισούσαν. Επειδή, πιθανόν, δεν φορούσα μπούργκα ή επειδή νόμιζαν ότι εκπροσωπούσα δυτικές αξίες» λέει.
Βρέθηκε ωστόσο δίπλα σε τραυματίες, σε παιδιά με ακρωτηριασμένα μέλη και κάθε ημέρα περνούσαν και από μια διαφορετική δοκιμασία. «Τέσταραν κάθε φορά τις δυνάμεις μου και την ψυχή μου, αλλά με βοήθησε το γεγονός ότι είμαι Ελληνίδα. Στο Αφγανιστάν τρέφουν μεγάλο σεβασμό για τον Μεγαλέξανδρο. Αυτό βοήθησε...». Αφοσιωμένη στην ιδεολογία της Οργάνωσης, που είναι η ουδετερότητα, αλλά και στο καθήκον της, δηλαδή στην περίθαλψη των τραυματιών σε ένα αφιλόξενο μέρος όπου κανείς άλλος δεν τολμούσε να πάει, η Μαριέττα κέρδισε την εμπιστοσύνη των αφγανών συναδέλφων της και ας μη φορούσε μπούρκα: «Ηρθαν μάλιστα κάποια στιγμή έπειτα από εβδομάδες και μου έλεγαν τα προβλήματά τους, μου μιλούσαν για τις γυναίκες τους, για τα παιδιά τους, για τον πόλεμο που δεν λέει να τελειώσει. Κάποια στιγμή βρήκα το θάρρος και τους ρώτησα: "Γιατί φέρεστε έτσι στις γυναίκες σας;" Και μου απάντησαν: "Επειδή τις σεβόμαστε πολύ και θέλουμε έτσι να τις προστατεύσουμε"».
Αν και η ίδια για ευνόητους λόγους δεν αναφέρει το παραμικρό, ωστόσο δεν είναι λίγοι στην οργάνωση που κάνουν λόγο για απαγωγές μελών των Γιατρών Χωρίς Σύνορα από διάφορες φυλές, όχι μόνον στο Αφγανιστάν, αλλά και στην Αφρική. Πάντοτε όμως η Οργάνωση φρόντιζε και μάλιστα σχολαστικά για την ασφάλεια των μελών της: «Ο άνθρωπος ξέρει να προσαρμόζεται στον κίνδυνο, με ρίσκο να μην τον υπολογίζει πια. Το ότι ως γυναίκα είχα να συνεργαστώ με άνδρες ήταν πρόκληση αλλά και εμπειρία που μου επέτρεψε να καταλάβω τους ανθρώπους αυτούς που συχνά θα ήταν σε θέση να θυσιαστούν για να προστατεύσουν όχι τόσο εμένα αλλά το έργο μας» αναφέρει.
Σε μια άλλη αποστολή βρέθηκε στην Μπουρκίνα Φάσο: «Εκεί είδα πως το στίγμα των ασθενών με AIDS ήταν λόγος να μη θέλουν να διαγνώσουν τη νόσο ακόμα. Τα φάρμακα θα τους επέτρεπαν να καθυστερήσουν την εξέλιξη του ιού και θα επέτρεπαν στους ασθενείς να επεκτείνουν ζωή τους. Δεν ήθελαν όμως να έχουν το στίγμα στην κοινωνία και προτιμούσαν τον θάνατο. Και τούτο επειδή ο κοινωνικός αποκλεισμός φάνταζε συχνά χειρότερος από τον θάνατο» λέει.
Στο Περού έζησε έναν μεγάλο σεισμό και μαζί με τους συναδέλφους της ετοίμασαν ένα πρόγραμμα ιατρικής και ψυχολογικής υποστήριξης: «Η μυρωδιά των παγιδευμένων πτωμάτων στα συντρίμμια του Πίσκο, ο πόνος και η απόγνωση των ανθρώπων που έχασαν τα πάντα μέσα σε δύο λεπτά θα μου μείνουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη. Στην Αιθιοπία βρέθηκα σε μέρη για τα οποία δεν υπήρχαν χάρτες. Είδα τι σημαίνει για μια μητέρα να πρέπει να επιλέξει ποιο παιδί της θα ταΐσει έτσι ώστε να ζήσει κάποιο άλλο...».
Προκαταλήψεις που σκοτώνουν
«Χωριά μόνο με γιαγιάδες και
παιδιά»
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δεν
προσφέρουν μόνο περίθαλψη αλλά και ενημέρωση για αφανείς κρίσεις. Ασκούν πίεση
σε κυβερνήσεις ή σε καθεστώτα για την αλλαγή των συνθηκών ή των πολιτικών που
επηρεάζουν την υγεία: «Η ευαισθητοποίηση για τις αρχές που διέπουν την οργάνωση
(οικονομική ανεξαρτησία και ανεξαρτησία δράσης, ουδετερότητα, ευθύνη, λογοδοσία
και ενημέρωση για το έργο μας) γίνεται τόσο στις τοπικές κοινωνίες, με στόχο
την αποδοχή μας, αλλά και στις κοινωνίες που οικονομικά στηρίζουν τη δράση μας
στον δυτικό κόσμο» εξηγεί η κυρία Προβοπούλου. Το 2013 η οργάνωση περιέθαλψε: 2
εκατ. ασθενείς με ελονοσία, 234.000 υποσιτισμένα παιδιά, 340.000 ασθενείς με
AIDS. Βοήθησε 182.000 γυναίκες να φέρουν τα παιδιά τους στον κόσμο με ασφάλεια,
πραγματοποίησε 77.350 χειρουργικές επεμβάσεις, περιέθαλψε 30.000 ασθενείς με
φυματίωση, εμβολίασε 2,5 εκατ. παιδιά σε περισσότερες από 60 χώρες.
Η πρώτη της αποστολή με την οργάνωση ήταν στο Μαλάουι. Βρέθηκε ξαφνικά μια λευκή γυναίκα να περιοδεύει σε απομονωμένα, μακριά από τον πολιτισμό, χωριά της αφρικανικής αυτής της χώρας. Γρήγορα κατάλαβε ότι οι γυναίκες και τα παιδιά την έβλεπαν με τρόμο. Σύντομα έμαθε τον λόγο: Επί χρόνια διαπαιδαγωγούσαν τα παιδιά τους να μην έχουν εμπιστοσύνη στους λευκούς γιατί τους έλεγαν ότι θα τα αρπάξουν και θα τα κάνουν σκλάβους. «Είδα ηλικιωμένες γυναίκες να με σκεπάζουν με πολύχρωμα υφάσματα για να κρύψουν το δέρμα μου και να φέρουν τα παιδιά τους κοντά μου για εμβόλιο. Με θλίψη και οργή διαπίστωσα ολόκληρα χωριά με μοναδικούς κατοίκους γυναίκες από 60 ετών και πάνω και παιδιά από 4 έως 6 χρονών. Πού πήγαν οι υπόλοιποι; Είχαν πεθάνει από AIDS και ανέλαβαν οι γιαγιάδες να τα μεγαλώσουν. Φρικιαστικό...».
πηγή:
tovima.gr