Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

ΛΑΜΠΡΟΣ Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΩΝ ΚΥΘΗΡΩΝ

Ὁ πανηγυρικός ἑσπερινός τῆς Κυρικής 11/5 τελέσθηκε στήν Ἱερά Μονή παρουσία πιστῶν ἀπό τό Νησί μας, ἀλλά καί ἀπό τήν Κορώνη πατρίδα τοῦ Ὁσίου. Τήν Δευτέρα 12/5 κυριώνυμον ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τελέσθηκε Πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία χοροστατοῦντος τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων κ. Σεραφείμ καί Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ.Ἱερεμία, παρουσίᾳ τοπικῶν πολιτικῶν καί στρατιωτικῶν Ἀρχῶν. Κατόπιν ἔλαβε χώραν ἡ λιτάνευσις τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου εἰς τόν περίβολον τῆς Ἱεράς Μονῆς, ὑπό τούς ἤχους τῆς Φιλαρμονικῆς Ποταμοῦ.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος, Προστάτης τῶν Κυθήρων, σύμφωνα μέ τό βίο του, γεννήθηκε στήν Κορώνη μεταξύ των ἐτῶν 870-890. Μεγάλωσε καί σπούδασε στό Ναύπλιο, ὅπου παντρεύτηκε καί ἀπέκτησε δύο παιδιά. Ἡ ἐπιθυμία του νά μονάσει τόν ἔφερε στή Ρώμη καί κατόπιν στή Μονεμβασία, ὅπου κλείστηκε σ' ἕνα κελί τῆς ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου τῆς Διακονίας.
Ἀπό ἐκεῖ ἦρθε στά Κύθηρα περί τό 921, ὅταν ἡ νῆσος ἦταν «ἔρημος καί ἀοίκητος» λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν τῆς Κρήτης καί μόνασε στόν παλαιό χριστιανικό ναό των ἁγίων Σεργίου καί Βάκχου, ὁ ὁποῖος φαίνεται εἶχε ἱδρυθεῖ στή θέση εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ πρός τιμήν τοῦ Διονύσου.
Τό 922, στίς 12 Μαΐου ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἀπέθανε καί λίγο καιρό μετά τό θάνατό του ναῦτες περαστικοί ἀπό τά Κύθηρα βρῆκαν ἄθικτο τό λείψανό του.

Τρία χρόνια ἀργότερα, τό 925, Μονεμβασιῶτες ἔθαψαν τό λείψανο τοῦ ἁγίου. Ἡ παλιά ἐκκλησία των ἁγίων Σεργίου καί Βάκχου ξαναχτίστηκε ἀπό Μονεμβασιῶτες καί ἀφιερώθηκε στόν Ὅσιο Θεόδωρο. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου δημιουργήθηκε μοναστήρι, τό ὁποῖο ἀπέκτησε περιουσία, τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν οἱ ἱερωμένοι, κοσμικοί καί μοναχοί.Τό χρονικό τοῦ Κυθήριου μοναχοῦ Χειλᾶ ἀποτελεῖ πολυτιμότατη πηγή γιά τήν ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ. Εἶναι μία ἔκθεση- ἀναφορά πρός τούς Βενιέρους, ἡ ὁποία ἐγράφη περί Τό 1460.

Σύμφωνα μέ τό χρονικό, τό μοναστήρι ἀνήκει στή δικαιοδοσία τῶν Λατίνων φεουδαρχῶν Βενιέρων, στούς ὁποίους κατέβαλαν ἐτήσιο φόρο ἀπό τά εἰσοδήματα τῆς μονῆς. Κατά τά μέσα τοῦ 14ου αἰ. Τό μοναστήρι ἀναλαμβάνει κάποιος πρωτοπαπᾶς Νοταρᾶς.

Γύρω στά 1630 ὁ ἐπίσκοπος Κυθήρων Ἀθανάσιος Βαλεριανός ἀνακαίνισε τό ναό τοῦ Ὁσίου, στόν ὁποῖο ἔγιναν διάφορες μετατροπές καί προσθῆκες. Πάνω ἀπό τήν κυρία εἴσοδο ἐντοιχίστηκε ἐντυπωσιακός θυρεός μέ ἀναμνηστική πλάκα ἡ ὁποία φέρει τήν ἐπιγραφή «ΕΠΤΑΣΟ ΤΟΙΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΙΣ ΑΘΑΝΑΣΙΕ ΠΡΟΦΡΩΝ ΑΓΛΑΪΣΙ ΠΤΙΛΟΙΣ ΥΨΙΘΡΟΝΩ ΤΕΜΕΝΕΙ. ΟΞΥΤΑΤΟΙΣ ΔΕ ΜΑΚΑΡ ΑΡΕΤΑΩΝ ΒΕΝΘΕΣΙΝ ΑΥΘΙΣ ΛΗΨΗ ΦΩΣ ΑΠΛΕΤΟΝ ΤΡΙΑΔΟΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ».

Σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση «Ἀθανάσιε ζηλωτή, πέταξες ψηλά μέ λαμπρά φτερά καί ξεπέρασες τή Διονυσιακή λατρεία καί ἀνέδειξες τόν παλιό ναό τοῦ Διονύσου σέ περίλαμπρο τέμενος. Μέ τό ἄπειρο δέ βάθος τῆς ἀρετῆς σου θά λάβεις ἄπλετο τό φῶς τῆς Οὐρανίου Τριάδος».

Κατά καιρούς τό μοναστήρι ὀργάνωνε διάφορες «ζητεῖες», γιά νά ἀντιμετωπίσει τά ἔξοδα τοῦ ναοῦ. Γύρω ἀπό τό μοναστήρι δημιουργήθηκε οἰκιστικός χῶρος πού τόν κατοικοῦσαν οἱ οἰκογένειες τῶν ἱερέων. Σύμφωνα μέ ἀρχειακές μαρτυρίες κατά τό 1695 ἡ μονή ἀριθμοῦσε 10 κελιά μέ μοναχές καί δόκιμες, τελεῖ δέ ὑπό τήν ἄμεση ἐποπτεία τοῦ Ἐπισκόπου Κυθήρων, στόν ὁποῖο ὑποχρεοῦται ὁ ἑκάστοτε ἐφημέριος νά δίνει λεπτομερῆ ἀναφορά γιά κάθε ζήτημα.

Ἐξ ἄλλου ὁ ἑκάστοτε Ἐπίσκοπος ἀναθέτει τήν ἐφημερία καί φροντίζει γιά τήν περιουσία τοῦ ναοῦ. Ἔτσι στό ληξιαρχικό ἀρχεῖο ἀναφέρεται «ἡ ἐπισκοπική ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Θεοδώρου.» Κατά τήν περίοδο 1762-1808 ἡγούμενος τῆς μονῆς διετέλεσε ὁ παπᾶ- Μελέτιος Σοφιανός, ὁ ὁποῖος ἀνήκει σέ μία ἀπό τίς πιό ἰσχυρές οἰκογένειες τῆς Μονεμβασίας.

Ἄλλοι ἐφημέριοι πού ὑπηρέτησαν τή μονή κατά τόν 18ο καί 19ο αἰ. εἶναι ὁ παπᾶ Αντώνιος Φατσέας, ὁ παπᾶ Γιώργης Χαραμουντάνης, ὁ παπᾶ Νικόλας Χαραμουντάνης, ὁ παπᾶ Δημήτρης Χαραμουντάνης, ὁ ἱερομόναχος Νικόλαος Πρινέας, ὁ παπᾶ Ἰωάννης.

Στόν περίβολο τῆς Μονῆς λειτούργησε κατά τούς χρόνους τῆς Αγγλοκρατίας ἡ περίφημη «Ἀλληλοδιδακτική Σχολή τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΩΝΥΜΟΝ ΗΜΕΡΑΝ

Ρεπορτάζ Τάκης Πολίτης
Ἱστορική ἔρευνα Ἑλένη Χάρου-Κορωναίου

πηγή: imkythiron.gr