Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Εορτασμός 25ης Μαρτίου στα Κύθηρα, ομιλία του Δημάρχου Θεόδωρου Κουκούλη

Εθνική επέτειος σήμερα, οι Έλληννες γιορτάζουμε την διπλή γιορτή, την θρησκευτική και την εθνική. Φέτος ο Δήμαρχος μας, Θόδωρος Κουκούλης, εξεφώνησε ο ίδιος τον Πανηγυρικό της ημέρας. Αυτό δεν άρεσε στον κ. Χαρχαλάκη, υποψήφιο Δήμαρχο, και το σχολίασε αρνητικά, πρώτη φορά συμβαίνει αυτό, αλλά δυστυχώς έχουμε νέα ήθη.
Δημοσιοποιώ την ομηλία του Δημάρχου. Τα σχόλια δικά σας!

Σεβασμιώτατε.
Κύριοι Δημοτικοί Σύμβουλοι,
Συμπατρισώτισσες, συμπατριώτες,
Αγαπητά μας παιδιά,

Σχεδόν 200 χρόνια έχουν περάσει από την λαμπρή ημέρα της 25ης Μαρτίου 1821. Την ημέρα του εθνικού ξεσηκωμού, την ημέρα που άρχισε να λαμβάνει σάρκα και οστά η εθνική μας Ελευθερία.
Η ξεχωριστή αυτή Επέτειος, ένα ακόμη φωτεινό ορόσημο στην πλουσιώτατη Ιστορία μας, δείχνει ξεκάθαρα τον δρόμο του Eθνικού χρέους. Εμπνέει όλες τις μετεπαναστατικές γενιές και έντονα προβάλλει το κορυφαίο γεγονός της λυτρώσεως του ελληνικού Γένους από τα δεσμά της 400 χρόνων σκλαβιάς.

Η 25η Μαρτίου δεν σηματοδοτεί μόνο την αρχή του τέλους της εθνικής τραγωδίας που ξεκίνησε με την πτώση της Βασιλεύουσας Πόλης την 29η Μαϊου 1453. Παράλληλα, ορίζει το αφετηριακό γεγονός της δυνατότητας του ανθρώπου να γίνει μέτοχος της ζωής της Εκκλησίας και να ενωθεί και πάλι με τον Θεό αποτινάζοντας τα άλυτα δεσμά της αμαρτίας.
Η Επέτειος της Εθνικής Παλιγγενεσίας αναπόφευκτα επιβάλει όχι μόνο την αναφορά σε πρόσωπα που σημάδεψαν με τον αγώνα και την θυσία τους υπέρ της πατρίδας την μεγάλη Εθνική Επανάσταση, αλλά και τον εθνικό προβληματισμό γιά το σήμερα και το αύριο της Πατρίδας μας.
Μεγάλες και ηρωικές μορφές του 1821, όπως ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Παπαφλέσσας, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης και πολλοί άλλοι πρόσφεραν το είναι τους για την εθνική ελευθερία. Πολεμώντας γιά τα όσια και τα ιερά του Ελληνικού Γένους, γνώριζαν πολύ καλά –έστω κι αν ήταν αγράμματοι- ότι δεν υπάρχει πολυτιμότερο αγαθό από την Ελευθερία.
Πίστευαν ακράδαντα στο δίκαιο του αγώνα τους, ενός αγώνα καθόλα άνισου, ο οποίος στα μάτια των άλλων ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία.
Όμως, οι ψυχροί παρατηρητές έμελλε να πέσουν έξω στους υπολογισμούς τους. Κι αυτό, γιατί δεν γνώριζαν προφανώς ότι τους αγωνιστές -είτε κληρικοί ήταν είτε λαϊκοί- ενέπνεε η βαθιά πίστη στον Χριστό και η άδολη αγάπη για την Πατρίδα. Κήρυξαν την έναρξη της Επαναστάσεως στο όνομα της Αγίας Τριάδας και έδωσαν όρκο φοβερό ή να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν. Βαρύ όπλο των επαναστατημένων Ελλήνων δεν ήταν το καρυοφύλλι, αλλά η σφυρηλάτηση της ενότητας , της ομόνοιας, της ομοψυχίας.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει χαρακτηριστικά στα Απομνημονεύματά του « Εις τον πρώτον χρόνον της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλην ομόνοιαν και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι.....Αν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους ίσως εφθάναμεν είς την Κωνσταντινούπολιν...». Παρακάτω όμως με οδύνη υπογραμμίζει. «Άρχισε η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και η ομόνοια...Όταν προστάζουνε πολλοί ποτέ σπίτι δεν χτίζεται....».

Αλλά και ο Στρατηγός Ι. Μακρυγιάννης, ταπεινός αγωνιστής και πρότυπο ήθους, ευσέβειας και πατριωτισμού τονίζει. < Η πατρίς μου χωρίς νόμους και διοίκησιν κινδυνεύει. Και ποίον έθνος χωρίς διοίκησιν και νόμους δεν εχάθη?»
Από αυτές και μόνο τις ενδεικτικές αναφορές γίνεται φανερό ότι, πέρα από τα πεδία των μαχών, μακριά από τις ηρωικές πράξεις και τη θυσία των αγωνιστών του 1821, η θυμοσοφία των πρωταγωνιστών, και όχι μόνον, του Μεγάλου Εθνικού Αγώνα μάς οδηγεί σε συναγωγή χρήσιμων διδαγμάτων, πολύτιμων παρακαταθηκών και γόνιμων σκέψεων.
Η Ελευθερία ασφαλώς κερδήθηκε με σκληρούς αγώνες και αίμα. Δεν μας χαρίστηκε από κανέναν. Το πρώτο νεώτερο Ελληνικό κράτος θεμελιώθηκε, έστω και με περιορισμένη έκταση, πάνω στα μπαρουτοκαπνισμένα και σχεδόν άσαρκα σώματα των αγωνιστών στα πεδία των μαχών. Δερβενάκια, Χάνι της Γραβιάς, Μεσολόγγι, Μανιάκι, Μύλοι του Άργους.
Για να φθάσει η Ελλάδα στα σημερινά σύνορα απαιτήθηκαν νέοι αγώνες, νέες θυσίες. Η ανεξαρτησία μας δοκιμάστηκε πολλές φορές από το 1821 ως σήμερα. Κινδυνεύσαμε σοβαρά να συρρικνωθούμε ως κράτος, και ο κίνδυνος αυτός συνεχώς ελλοχεύει. Οι ξένες επεμβάσεις και παρεμβάσεις –δυστυχώς- δεν έλειψαν.
Κι αυτό γιατί τα διδάγματα του 1821 –ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες- δεν αξιοποιήθηκαν, δεν εμπεδώθηκαν στον βαθμό που έπρεπε. «Η διχόνοια η δολερή» δεν εξοστρακίστηκε από το λεξιλόγιο και από την ψυχή των Ελλήνων. Η ομόνοια δεν υπήρξε ο μόνος οδηγός μας στα τελευταία 200 χρόνια. Μεσολάβησαν ο Εθνικός διχασμός, ο Εμφύλιος 1946-49 και άλλα οδυνηρά γεγονότα.
Η ανιδιοτελής προσφορά στην Πατρίδα δεν υιοθετήθηκε από όλους μας. Το Εγώ πρυτάνευσε πάμπολλες φορές αντί του Εμείς.
Η ποιότητα και η αξιοκρατική άμιλλα παραμερίστηκαν μπροστά στην εξυπηρέτηση ιδίων ή κομματικών συμφερόντων. Η Παιδεία παραμελήθηκε. Το φρόνημα υπεχώρησε.
Χάθηκαν σιγά-σιγά αυτά τα 200 περίπου χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου «πράγματα, τζιβαϊρικά, πολυτίμητα». Πράγματα δηλαδή που η τεσσάρων αιώνων σκλαβιά στους Τούρκους δεν κατάφερε να καταστρέψει. Γιατί τότε, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες παρήγαν πολιτισμό και ιλιγγιώδη ποιοτικά επιτεύγματα.
Σήμερα, στην πρωτόγνωρη κρίση που βιώνουμε δίνουμε έμφαση στα οικονομικά μεγέθη και αποτελέσματα.
Ξεχνάμε όμως ότι την οικονομική παρακμή ή την οικονομική ανάπτυξη την κρίνουν πρωτίστως και κυρίως το επίπεδο παιδείας που διαθέτουμε, η διαβάθμιση προτεραιοτήτων στις συλλογικές ανάγκες, το επίπεδο τής κατά κεφαλήν καλλιέργειας, η νοηματοδότηση της καθημερινότητάς μας, η αίσθηση του ιερού και της ευθύνης απέναντι στην Πατρίδα και την Κοινωνία.
Στο σημερινό ασταθές παγκόσμιο γίγνεσθαι η Ελλάδα οφείλει –με οδηγό το 1821- να πάψει να παράγει ευτέλεια, να ισοπεδώνει αξίες, να χαϊδεύει τον αμοραλισμό, να μιμείται άκριτα ξένα ήθη και πρακτικές ζημιογόνες.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, είμαστε ένα έθνος που στο διάβα της Ιστορίας παρήγε πολιτισμό και κόμιζε πρόταση πολιτισμού που ενδιέφερε και ενδιαφέρει πανανθρώπινα. Με λίγα λόγια, η ιστορική μας ύπαρξη και η ποιότητα της ζωής μας εξαρτώνται πρώτα από την πολιτιστική πρότασή μας στον σύγχρονο κόσμο και στη συνέχεια από τους οικονομικούς δείκτες.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι αγωνιστές του 1821 πέρασαν οριστικά στις δέλτους της ελληνικής και της παγκόσμιας ιστορίας όχι μόνο γιατί πολεμούσαν γενναία, αλλά κυρίως γιά την βαθιά πίστη τους στο Θεό, την αφοσίωσή τους στην Πατρίδα, την αγάπη τους στην Οικογένεια, και γιά το νόημα που έδιναν στη ζωή τους.
Σήμερα, παρά τις παρακμιακές πρακτικές που κυριάρχησαν τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες, αντλώντας δύναμη και αξιοποιώντας την εμπειρία από τις μεστές παρακαταθήκες του ’21 μπορούμε και πρέπει να επιτύχουμε μιά νέα εθνική αναγέννηση.
Συμφωνούμε, πιστεύω, όλοι ότι αυτό είναι και επιβεβλημένο και εφικτό. Αφού βέβαια πρώτα κτίσουμε σε στέρεες βάσεις το εκπαιδευτικό μας σύστημα, διδάξουμε σωστά τη γλώσσα μας και καλλιεργήσουμε επιτέλους στα σχολειά μας την κριτική σκέψη.
Αφού αναζητήσουμε την ανθρώπινη ποιότητα παντού που σίγουρα υπάρχει, αλλά συνήθως βρίσκεται στην αφάνεια.
Αφού τονώσουμε το εθνικό μας φρόνημα.
Αφού πρώτα ξεκαθαρίσουμε σε ποιό είδος κοινωνίας σκοπεύουμε. Και αφού εξασφαλίσουμε ευνομία, κοινωνική δικαιοσύνη, τίμια αποκέντρωση, σωστή λειτουργία θεσμών, αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό.
Τότε, σίγουρα η Ελλάδα του 21ου αιώνα με εδραία αίσθηση αξιοπρέπειας και επίγνωση της πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας θα αποτελέσει πρότυπο για μίμηση και θαυμασμό από φίλους και εχθρούς σε όλη τη Γη.
Αυτήν την Ελλάδα επιθυμούμε και γι’ αυτήν οφείλουμε να εργαστούμε σκληρά -όλοι ενωμένοι- με οδηγό το υπέρλαμπρο και πάντα επίκαιρο 1821.






Μιχάλης Πρωτοψάλτης