«Από πάνω η κεφάλη, την ελέγανε
και καρκάλα, την ελέγανε και καθράμπα. […].Αν είχε μεγάλες μασέλες, τον ελέγανε
μασελά, είχε μεγάλα σαγόνια. […] Άμα είχε χοντρές γάμπες, ελέγανε αυτή ’ναι
φλασκοπόδα, έχει μεγάλα, χοντρά πόδια.Άμα ήταν πολύ αδύνατα, τα λέγανε ότι
είναι τσιγκληρά. «Τα πόδια της είναι τσιγκληρά, τσιγκληρά», αδύνατα. Μετά το
κάτω μέρος εκεί στον αστράγαλο, το λέγανε σκούλο.
Φαντάζομαι ότι διαβάζοντας το
παραπάνω κείμενο βρίσκετε λέξεις που δεν θα καταλαβαίνατε τι σημαίνουν, αν δεν
υπήρχαν κοντά οι αντίστοιχες λέξεις της Νεοελληνικής Κοινής. Υποψιάζεστε ότι
έχετε μπροστά σας ένα νεοελληνικό ιδίωμα, αλλά δεν ξέρετε από ποια ακριβώς
περιοχή προέρχεται.
Λύνουμε την απορία σας λέγοντας
σας ότι προέρχεται από το ιδίωμα των Κυθήρων, από τα Τσιριγώτικα.
Μόνο όμως το λεξιλόγιο και οι
ορισμοί που δίνονται σ’ αυτό είναι αρκετό για να πούμε ότι γνωρίζουμε μια
γεωγραφική γλωσσική ποικιλία της Νέας Ελληνικής; Ότι μπορούμε να την εντάξουμε
στον χώρο και στον χρόνο; Ότι γνωρίζουμε τα φωνητικά χαρακτηριστικά του ιδιώματος;
Ότι γνωρίζουμε το μορφολογικό σύστημά του;
Όταν αναφερόμαστε στην έρευνα
των νεοελληνικών γεωγραφικών ποικιλιών, των διαλέκτων και των ιδιωμάτων, η
επικρατούσα αντίληψη είναι ότι με τη σύνταξη ενός λεξικού ή γλωσσαρίου
ολοκληρώνεται η μελέτη τους. Η ουσιαστική μελέτη μιας γεωγραφικής ποικιλίας,
αντιθέτως, απαιτεί την πλήρη περιγραφή της σε όλα τα γλωσσικά επίπεδά της. Ένα
τέτοιο κενό έρχεται να καλύψει η μελέτη για
Το
γλωσσικό ιδίωμα των Κυθήρων.
Περιγραφή και ανάλυση (έκδοση
της
Εταιρείας Κυθηραϊκών
Μελετών).
Η μελέτη αποτελεί μια
εμπεριστατωμένη συγχρονική περιγραφή της κυθηραϊκής γλωσσικής ποικιλίας σ’ όλα
τα γλωσσικά επίπεδα. Επιχειρείται, για πρώτη φορά, η επιστημονική ανάλυση
ρέοντος προφορικού ιδιωματικού λόγου, για τον εντοπισμό και την καταγραφή όλων
εκείνων των γλωσσικών φαινομένων που συνθέτουν το ιδίωμα των Κυθήρων. Μελέτησα
παλαιότερες ηχογραφήσεις, ενώ παράλληλα συγκέντρωσα υλικό από χειρόγραφα
γλωσσοσυλλεκτικών αποστολών που είχαν γίνει από άλλους ερευνητές πριν από
δεκαετίες, από γλωσσάρια του κυθηραϊκού ιδιώματος, από τα έργα τοπικών
λογοτεχνών, από τον κυθηραϊκό τύπο.
Στόχοι της μελέτης είναι:
– Η συστηματική και πλήρης
συγχρονική περιγραφή του κυθηραϊκού ιδιώματος σε όλα τα γλωσσικά επίπεδά του
και η αναθεώρηση απόψεων που μέχρι σήμερα θεωρούσαν αυθαίρετα το ιδίωμα των
Κυθήρων ταυτόσημο του κρητικού ή του μανιάτικου ιδιώματος. Κι αυτό γιατί,
μπορεί η γεωγραφική θέση των Κυθήρων, ανάμεσα στην Κρήτη και τη Μάνη, να
διαμόρφωσε καθοριστικά τη γλωσσική ταυτότητα του κυθηραϊκού ιδιώματος, αλλά δεν
γίνεται να παραγνωριστεί η κοινή ιστορία που μοιράζονται τα Κύθηρα με τα
υπόλοιπα Επτάνησα (βενετοκρατία για παραπάνω από τέσσερις αιώνες, αγγλοκρατία,
γαλλοκρατία και ρωσσοκρατία).
– Η διάσωση του κυθηραϊκού
ιδιώματος, πριν αυτό χαθεί. Κι αυτό γιατί όλα τα νεοελληνικά ιδιώματα,
έτσι κι αυτό βρίσκεται σε φάση υποχώρησης
– Η σύγκριση του κυθηραϊκού
ιδιώματος με άλλα συγγενή, όπως τα ιδιώματα των Επτανήσων, της Μάνης, της
Κρήτης και των Κυκλάδων, ώστε να εξακριβωθούν βάσει πλέον συγκεκριμένων
δεδομένων, οι διαδιαλεκτικές αλληλεπιδράσεις.
– Η καταγραφή αλεξικογράφητων
λέξεων αλλά και η ετυμολόγηση μεγάλου αριθμού λέξεων.
Το βιβλίο αποτελείται έξι
κεφάλαια.
Στο πρώτο κεφάλαιο, ο
αναγνώστης θα μπορέσει να βρει πληροφορίες σχετικά με την τοπική ιστορία των
Κυθήρων: για τα Κύθηρα στην αρχαιότητα, τους μεταγενέστερους χρόνους, την
Ενετοκρατία κατά τους μεσαιωνικούς και νεότερους χρόνους και για τις σχέσεις
του νησιού με τα Επτάνησα, την Κρήτη και τη Μάνη, τις πληθυσμιακές μετακινήσεις
από τα Κύθηρα αλλά και προς τα Κύθηρα. Στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζονται βασικά
χαρακτηριστικά του ιδιώματος που απαντούν σε μη λογοτεχνικές πηγές του 16ου αι.
– μέσα του 19ου αιώνα και που επιβιώνουν μέχρι και σήμερα στα τσιριγώτικα: έτσι,
λόγου χάριν, ο τσιριγώτικος πληθυντικός ελές (αντί ελιές), ο οποίος
ακόμη και σήμερα έτσι σχηματίζεται, απαντά ήδη σε πηγή του 1587!
Στο δεύτερο κεφάλαιο
καταγράφονται τα σημαντικότερα φωνητικά φαινόμενα του ιδιώματος. Ο αναγνώστης
θα διαπιστώσει λόγου χάριν ότι τα τσιριγώτικα χαρακτηρίζονται από την έλλειψη
συνίζησης. Οι Τσιριγώτες λένε η φορεσία και όχι η φορεσιά, λένε
τη ο ανιψίος και όχι ο ανιψιός, λένε τα λουρία και όχι τα
λουριά. Ρωτούν με την αντωνυμία ποίος και όχι ποιος.
Αναλόγως, μετατρέπουν το <σφ> σε <σπ>: έτσι λένε πάω να σπάξω
μία κότα αντί πάω να σφάξω μια κότα. Για να δηλωθεί μάλιστα η
διαφορετική προφορά κάποιων φθόγγων που διαφέρουν από τους αντίστοιχους της
Νεοελληνικής Κοινής, γίνεται χρήση ειδικών φθογγοσήμων, ειδικών δηλαδή
συμβόλων.
Στο τρίτο, και μεγαλύτερο
κεφάλαιο της μελέτης, παρουσιάζονται όλα τα κλιτά και άκλιτα μέρη του λόγου. Ο
αναγνώστης έχει την εποπτεία όλου του υλικού μέσω μεγάλου αριθμού κλιτικών
παραδειγμάτων. Κάτω από κάθε κατηγορία και υποκατηγορία σημειώνονται
παρατηρήσεις και παραδείγματα. Εδώ, λοιπόν, θα δούμε ποιες λέξεις απαντούν σε
διαφορετικό γένος από την αντίστοιχη λέξης της Νεοελληνικής Κοινής: στο
κυθηραϊκό ιδίωμα τα κοινά βούτυρο, ανθότυρο και κρεβάτι είναι
αρσενικά: ο βούτυρος, ο αθόγαλος και ο κρέβατος αντιστοίχως. Εδώ
θα μάθουμε πώς κλίνονται ουσιαστικά όπως ο πετάλαγας ‘η ακρίδα’ που
σχηματίζει γεν. ενικού ‘του πετελάγου’ και πληθ. ‘οι πεταλάγοι’, ή η λιγοταρία
‘μικρή ποσότητα’ που σχηματίζει τον πληθυντικό ‘οι λιγοταρές’ κοκ.
Στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζονται
η Παραγωγή και η Σύνθεση στο κυθηραϊκό ιδίωμα. Εδώ μπορεί ο ειδικός αλλά και ο
απλός αναγνώστης να βρει τα χαρακτηριστικά επιθήματα του κυθηραϊκού ιδιώματος.
Ένα τέτοιο επίθημα είναι το –ούνα που σχηματίζει μεγάλο αριθμό θηλυκών, όπως ανυφαντούνα
‘υφάντρια’, γλωσσούνα ‘γλωσσού’, κλωσσούνα ‘κλώσσα’, χωριατούνα
‘χωριάτισσα’ κ.ά.
Το τέταρτο κεφάλαιο
αφιερώνεται στη Σύνταξη. Εδώ εξετάζονται συντακτικά φαινόμενα που απαντούν στα
τσιριγώτικα αλλά όχι στη Νεοελληνική Κοινή. Για παράδειγμα, όπως συμβαίνει σε
πολλά νεοελληνικά ιδιώματα, έτσι και στο κυθηραϊκό ο αδύναμος τύπος της προσωπικής
αντωνυμίας τίθεται μετά τον ρηματικό τύπο, π.χ. Ξέρω το (το ξέρω). Το
φαινόμενο επιβιώνει μέχρι σήμερα μόνο σε παροιμίες, ρίμες, λαϊκά ποιήματα.
Το
πέμπτο κεφάλαιο συζητά
το κυθηραϊκό λεξιλόγιο: μελετά τους αρχαϊσμούς, δηλαδή τις ιδιωματικές λέξεις που
ανάγονται σε παλαιότερη φάση της Ελληνικής, τα βενετικά/ιταλικά και τουρκικά
δάνεια. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι
ο πετάλαγας ‘ακρίδα’
προέρχεται από την αρχαία λέξη
αττέλαβος, με παρετυμολογία κατά το ρήμα πετάω.
Αναλόγως, λέξεις όπως
λανός ‘πατητήρι’,
βόσυκο ‘είδος μαύρου
σύκου’,
έλυσσος ‘άγριο σύκο’,
νεφέλα ‘το θόλωμα του κρασιού’,
πρόβουλο
‘πρόβατο αρχηγός του κοπαδιού’ αποτελούν αρχαϊσμούς του τοπικού λεξιλογίου. Η
μακραίωνη Ενετοκρατία άφησε εντονότατα τα ίχνη της στα τσιριγώτικα: έτσι βενετικής
προέλευσης είναι λέξεις όπως
η γιότσα ‘η αποπληξία’,
τα γρέμπανα,
‘οι πετρώδεις εκτάσεις’,
οι γριτζόλες ‘οι ανησυχίες’,
το καντελέτο
‘η ξύλινη κατασκευή για τη μεταφορά άπορων νεκρών στον τάφο’,
η μπαμπαρόλα
‘η σαλιάρα’ κ.ά.
Στο τελευταίο έκτο κεφάλαιο
παρατίθεται το Παράρτημα με δείγματα απομαγνητοφωνημένου αυθεντικού κυθηραϊκού
προφορικού λόγου.
Το έργο συνοδεύεται από cd
με ηχογραφήσεις γνήσιου ιδιωματικού λόγου που δίνει την ευκαιρία στους
αναγνώστες να συνειδητοποιήσουν πολλά από τα γλωσσικά φαινόμενα που
παρουσιάζονται και αναλύονται σ’ αυτή τη μελέτη.
Γεωργία Κατσούδα
Σημείωση: Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Παρασκευή 28
Ιουλίου στα Κύθηρα, στο δημοτικό σχολείο των Φρατσίων.
πηγή: ert.gr