Ο τυχαίος εντοπισμός του ναυαγίου των Αντικυθήρων σε βάθος 55 μέτρων
και η πρώτη επιχείρηση ανάσυρσης των θησαυρών
από συμιακούς σφουγγαράδες το
1900
Γιώργος Ζ. Ζαχαριάδης
Αγάλματα και αντικείμενα που εντοπίστηκαν στο ναυάγιο των
Αντικυθήρων. Ολα άρχισαν από μια τυχαία στάση δύο σφουγγαράδικων καϊκιών από τη
Σύμη που ταξίδευαν για τις ακτές της Βόρειας Αφρικής |
Μεγάλη Τρίτη 4 Απριλίου του 1900.
Δύο σφουγγαράδικα από τη Σύμη έχουν αράξει αρόδο στην περιοχή Πινακάκια των
Αντικυθήρων, πάνω από έναν τεράστιο ύφαλο. Ο προορισμός τους είναι τα παράλια
της Αφρικής για να βγάλουν σφουγγάρια. Ο δύτης Ηλίας Λυκοπάντης φοράει τη στολή
και κάνει μια βουτιά για να βγάλει θαλασσινά να φάει το πλήρωμα επειδή είναι
νηστεία. Το βάθος είναι 30 οργιές, δηλαδή περίπου 55 μέτρα. Και αντί για
όστρακα, ο Λυκοπάντης βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη έκταση από αρχαία
αντικείμενα!
Ως έμπειρος δύτης που ήταν κάνει
σινιάλο στον κολαουτζιέρη να τον ανεβάσει αμέσως πάνω. Και κρατώντας ένα
μπρούντζινο χέρι από άγαλμα το δείχνει περιχαρής στον καπετάνιο Δημήτρη Κοντό,
ο οποίος αποφασίζει να βουτήξει για να διαπιστώσει ο ίδιος τι έκρυβε ο βυθός. Και
δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να διαπιστώσει ότι υπήρχε ένας ανεκτίμητος
θησαυρός από αρχαιότητες, που και σήμερα συνεχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον
των αρχαιολόγων και να δίνει ανεκτίμητα ευρήματα.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ. Τα δύο
σφουγγαράδικα - το «Ευτέρπη» και το «Καλλιόπη» - είχαν ξεκινήσει από
τη Σύμη λίγες ημέρες πριν από το Πάσχα μαζί με άλλα σκάφη από το νησί.
Προορισμός τους ήταν τα παράλια της Βόρειας Αφρικής όπου θα παρέμεναν έξι μήνες
για να βγάλουν σφουγγάρια και να τα φέρουν πίσω στη Σύμη να τα πουλήσουν.
Υστερα από ταξίδι πέντε ημερών έφθασαν στα Αντικύθηρα, όπου αναγκάστηκαν να
αράξουν γιατί ο καιρός ήταν άσχημος. Και εκεί βρήκαν στον βυθό τα αρχαία.
Εβαλαν ένα «σινιάλο» (σημάδι) στη
θέση του ναυαγίου και αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους για τα παράλια
της Αφρικής, αφού προηγουμένως συμφώνησαν οι ιδιοκτήτες, οι καπεταναίοι και οι
δύτες. Και το μπρούντζινο εύρημα το φύλαξαν τυλιγμένο σε ένα καραβόπανο! «Δεν
είχαν άλλη επιλογή» τονίζει η κυρία Ελένη Κλαδάκη - Βρατσάνου, μηχανολόγος -
ηλεκτρολόγος από τη Σύμη, η οποία έχει ασχοληθεί με το θέμα. «Οι προθεσμίες και
τα χρέη έτρεχαν. Επρεπε να πάνε στο προγραμματισμένο ταξίδι, να βγάλουν
σφουγγάρια, να επιστρέψουν το φθινόπωρο στο νησί, να τα διακινήσουν στην Ευρώπη
μέσω των εμπόρων, να δώσουν τα χρωστούμενα, να ξοφλήσουν τα πληρώματα και να
ετοιμαστούν για το επόμενο ταξίδι».
Αφού ολοκλήρωσαν την αποστολή
τους στη Βόρεια Αφρική, τα δύο σπογγαλιευτικά επέστρεψαν στη Σύμη περί τα τέλη
Οκτωβρίου του 1900.
Ο ιδιοκτήτης των σκαφών Φώτης
Λινδιακός, μαζί με τα αδέλφια του, τον καπετάνιο Κοντό και τον δύτη Λυκοπάντη
κάλεσε στο σπίτι του τους δύο δημογέροντες του νησιού και τον γραμματέα της
δημογεροντίας, όπου τους ανακοίνωσε τα καθέκαστα και τους έδειξε το σπουδαίο
εύρημα.
Εκείνη την περίοδο η Σύμη (όπως
και τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου) ήταν υπό τουρκική κατοχή. Ομως οι τολμηροί
Συμιακοί αποφάσισαν να αποκρύψουν το γεγονός από τους Τούρκους και να
ενημερώσουν την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα. Ετσι, τα δύο σκάφη στις αρχές
Νοεμβρίου ξεκινούν για τον Πειραιά όπου οι καπεταναίοι τους ενημερώνουν τον
υπουργό Παιδείας Σπυρίδωνα Στάη και τον καθηγητή της Αρχαιολογίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνη Οικονόμου που κατάγονταν από τη Σύμη.
Αμέσως στήθηκε μια επιχείρηση για
την ανέλκυση του ναυαγίου. Οι σφουγγαράδες της Σύμης αναλαμβάνουν το νέο
εγχείρημα. Μάλιστα κλήθηκε και το Πολεμικό Ναυτικό να πάρει μέρος στην
επιχείρηση, αλλά δεν διέθετε καταδυτικά μηχανήματα. Κλήθηκε και μια ιταλική
εταιρεία, η οποία ζήτησε το 50% των ευρημάτων γιατί πίστευε ότι αυτά ανήκαν
στην Ιταλία επειδή προορίζονταν - όπως πίστευαν - για τη Ρώμη. Η
πρόταση απορρίφθηκε και όλη τη δουλειά ανέλαβαν οι δύτες από τη Σύμη, οι οποίοι
με συνεχείς καταδύσεις ανέσυραν σπουδαία ευρήματα, μεταξύ των οποίων και τον
περίφημο Μηχανισμό των Αντικυθήρων.
ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ. Η
προσπάθεια για την ανέλκυση των θησαυρών κράτησε περίπου έναν χρόνο, που όμως
είχε και θύματα. Νεκρός ήταν ο Γεώργιος Κρητικός που χτυπήθηκε από τη νόσο των
δυτών, βαριά χτυπημένοι από την ίδια τη νόσο ήταν επίσης άλλοι δύο δύτες, ενώ
οι περισσότεροι είχαν προσβληθεί από μια μορφή παράλυσης των κάτω άκρων, που
όμως αποκαταστάθηκε με την πάροδο του χρόνου.
Οι σφουγγαράδες επέστρεψαν στη Σύμη στις 30 Σεπτεμβρίου 1901 και ετοιμάστηκαν για το επόμενο ταξίδι τους για τα παράλια της Βόρειας Αφρικής προκειμένου να συνεχίσουν την επικίνδυνη δουλειά τους. Η αμοιβή τους από την ελληνική κυβέρνηση ήταν 150.000 δρχ. και σε κάθε δύτη από 500 δρχ. ως «φιλοδώρημα». Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγραψε στο ημερολόγιό του ο Εμμανουήλ Λυκούδης, νομικός σύμβουλος του υπουργού Παιδείας: «Έν μέρος των θησαυρών εάν επώλουν εις το εξωτερικόν, θα ήρκει διά να απαλλαγούν το υπόλοιπον του βίου των, των βασάνων και των κινδύνων του φοβεροτέρου των επαγγελμάτων...».
Οι σφουγγαράδες επέστρεψαν στη Σύμη στις 30 Σεπτεμβρίου 1901 και ετοιμάστηκαν για το επόμενο ταξίδι τους για τα παράλια της Βόρειας Αφρικής προκειμένου να συνεχίσουν την επικίνδυνη δουλειά τους. Η αμοιβή τους από την ελληνική κυβέρνηση ήταν 150.000 δρχ. και σε κάθε δύτη από 500 δρχ. ως «φιλοδώρημα». Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγραψε στο ημερολόγιό του ο Εμμανουήλ Λυκούδης, νομικός σύμβουλος του υπουργού Παιδείας: «Έν μέρος των θησαυρών εάν επώλουν εις το εξωτερικόν, θα ήρκει διά να απαλλαγούν το υπόλοιπον του βίου των, των βασάνων και των κινδύνων του φοβεροτέρου των επαγγελμάτων...».
πηγή: tanea.gr