Του Στράτου Χαρχαλάκη
Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν λίγο ως πολύ αναμενόμενο, αφού είχε με σαφήνεια καταγραφεί και δημοσκοπικά τους τελευταίους μήνες. Πολλοί χαρακτήρισαν τις εκλογές αυτές ως τις σημαντικότερες της μεταπολίτευσης, θέτοντας ο καθένας τα δικά του διλήμματα, υπαρκτά ή όχι. Κάποιοι άλλοι μιλούν για την μετά - μεταπολίτευση, θέλοντας να μας εισαγάγουν σε μια νέα εποχή που αφήνει πίσω της τα 40 χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Χούντας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Εκτιμώ ότι κάθε εκλογική
διαδικασία είναι κρίσιμη και προσωπικά δεν θα ζύγιζα τις εκλογές ούτε θα τις
διαχώριζα σε σημαντικές και μη. Βλέποντας όμως στην τηλεόραση τη γνωστή και
αθάνατη για τα μηνύματά της ελληνική ταινία με τον φίλτατο σε όλους μας
Μαυρογιαλούρο, μου έρχονται στο μυαλό κάποιες σκέψεις, που ίσως θα μπορούσαν να
μας προβληματίσουν όλους. Κάποιες σύντομες αναφορές σε ορισμένες ουτοπίες που
εξακολουθούμε να βιώνουμε ως χώρα από το 1974 και μετά. Κάποιες ουτοπίες που
μόνο όταν περάσουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας οριστικά, τότε θα μπορούμε να
μιλάμε για το ιστορικό τέλος της Μεταπολίτευσης και την είσοδο της χώρας σε μια
νέα εποχή.
1.
Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης
βασίστηκε στην κομματοκρατία και στην κυριαρχία των διαφόρων κομματαρχών στα
χωριά, τα νησιά και την επαρχία, αλλά και μέσα στον αστικό ιστό. Κομματάρχες, φίλοι
των Βουλευτών και των Υπουργών που πάντοτε βολεύονταν μέσα στις θέσεις της
κρατικής μηχανής –χωρίς φυσικά οι περισσότεροι από αυτούς να το αξίζουν– αμέσως
μόλις ο πολιτικός τους πάτρωνας ανελάμβανε οποιαδήποτε θέση ισχύος. Αυτή η
κατάσταση κυριάρχησε από το 1974 μέχρι και σήμερα, με αμείωτη ένταση σε όλο το
φάσμα του δημοσίου βίου. Και έτσι φτάσαμε στο εξής σημείο: να απαιτείται (και
ορθώς) η διαφανής διαδικασία του ΑΣΕΠ για να διοριστεί κάποιος κλητήρας αλλά να
μην απαιτείται καμία διαδικασία, παρά να αρκεί μόνο η κομματική ταυτότητα, για
να γίνει κάποιος διοικητής νοσοκομείου ή δημόσιου οργανισμού! Το σύστημα των
κάθε λογής πελατειακών σχέσεων εξακολουθεί να ζει ανενόχλητο στην Ελλάδα ήδη
από την επαύριον της Ελληνικής Επανάστασης, δυστυχώς 200 χρόνια διαφθοράς και
διαπλοκής δεν αλλάζουν εύκολα. Μπορούν να αλλάξουν μόνο μέσα από ένα ορθά και
δημοκρατικά δομημένο σύστημα παιδείας (που ακόμα και αύριο αν ξεκινήσει, θα
αποδώσει καρπούς μετά από 20 χρόνια), που θα διδάσκει στα παιδιά από μικρή
ηλικία τις αξίες της διαφάνειας, της νομιμότητας, της αξιοκρατίας και της
δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και δεν θα δημιουργεί «επαγγελματίες εγωιστές»
όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ξένος δημοσιογράφος που ανέλυσε πριν λίγα χρόνια
το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ένα σύστημα που δίνει αξία μόνο στους βαθμούς
και στην αποστήθιση, δεν προάγει την κοινωνικότητα, την ομαδική εργασία, την
πρωτογενή έρευνα, δεν οξύνει τον παιδικό εγκέφαλο, δεν προωθεί σύγχρονες μορφές
και μεθόδους μάθησης.
2. Δεύτερο χαρακτηριστικό της μεταπολίτευσης είναι μία
γενικότερη νοοτροπία που καλλιεργήθηκε στις γενιές μας, η νοοτροπία του
βολέματος, του παραθύρου, της πλαγίας οδού για οποιαδήποτε διαδικασία ή
διοικητική πράξη. Μας μάθανε να επιδιώκουμε τα νόμιμα με παράνομο ή παράτυπο
τρόπο. Μας διδάξανε να αποτεινόμαστε στον βουλευτή για να μας σβήσει την κλήση,
παρά το γεγονός ότι αυτή νόμιμα επεβλήθη και οφείλαμε να πληρώσουμε το
πρόστιμο. Μπορεί να γνωρίζουμε την ορθή διαδικασία για οποιαδήποτε συναλλαγή
μας με το δημόσιο, η πρώτη σκέψη όμως πάντα παραμένει «η πίσω πόρτα». Το
σύστημα παιδείας έχει και εδώ τεράστιες ευθύνες. Όπως αντίστοιχα μεγάλες
ευθύνες έχει και μέρος του πνευματικού κόσμου που ταυτίστηκε με το σύστημα των
πελατειακών σχέσεων, έστω με πολύ καλό και συνήθως δημοκρατικό καμουφλάζ. Η
εγγενής άρνηση του Έλληνα να εφαρμόσει ακόμα και τον πιο απλό νόμο (π.χ. για
την απαγόρευση του καπνίσματος) έχει σοβαρές βάσεις στο σύστημα παιδείας και
αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
3. Στις 4 δεκαετίες της μεταπολίτευσης γαλουχηθήκαμε
πάνω στο δίπολο «δεξιός – αριστερός», ένα δίπολο που στις πρόσφατες εκλογές
άγγιξε τα ιστορικά του άκρα. Αυτό το δίπολο, εν μέρει επίπλαστο, δημιούργησε
ακραία πόλωση και εχθρικό κλίμα ανάμεσα στις «αντίπαλες» παρατάξεις. Έτσι, ενώ
η κεντρική και η βόρεια Ευρώπη κυβερνούνταν από Κυβερνήσεις συνεργασίας εδώ και
πολλά χρόνια, η ιδέα αυτή ωρίμασε στην Ελλάδα μόλις το 2011 και προέκυψε κυρίως
ως ανάγκη για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς κρίσης. Ο λαός μας δεν είχε
παιδεία πολιτικής συνεργασίας και συνεννόησης και δυστυχώς την απέκτησε με λάθος
τρόπο και σε λάθος χρόνο.
4. Σε συνάρτηση με το παραπάνω βρίσκεται και ο τρόπος
με τον οποίο είναι δομημένο το ελληνικό σύστημα κρατικής διοίκησης. Ας μην
ξεχνάμε ότι οι πρόσφατες εκλογές έγιναν εξαιτίας της αδυναμίας της Βουλής να
εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αναρωτηθήκαμε όμως ποτέ ΤΙ είδους Πρόεδρο;
Έναν Πρόεδρο αδύναμο, χωρίς αρμοδιότητες, ξεκάθαρα διακοσμητικό. Η αλήθεια
είναι ότι όλες οι Κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης φρόντισαν να αποστερήσουν τον
Πρόεδρο από κάθε ουσιαστική και ρυθμιστική αρμοδιότητα – με ελάχιστες ακόμα
εξαιρέσεις – και του προσέδωσαν το ρόλο του επίσημου δημοσιοσχετίστα του
Κράτους, του ανωτάτου πολιτειακού άρχοντος που περιορίζεται σε παρελάσεις,
απονομές βραβείων και επιθεωρήσεις του Στόλου και του Στρατεύματος. Η βασική
αλλαγή έγινε στην αναθεώρηση του 1986 όταν ο Πρόεδρος απώλεσε όλες τις βασικές
και ουσιαστικές αρμοδιότητες του Συντάγματος του 1975 με αποτέλεσμα τη
δημιουργία ενός πρωθυπουργοκεντρικού κρατικού μοντέλου όπου ο Πρωθυπουργός δρα
ως primus sine paribus, δηλαδή πρώτος χωρίς ίσους. Αδυνατώ να καταλάβω λοιπόν
γιατί πρέπει να προκηρύσσονται πρόωρες εκλογές όταν η Βουλή δεν μπορεί να
εκλέξει έναν τόσο αδύναμο και στερημένο αρμοδιοτήτων Πρόεδρο. Η συγκεκριμένη
συνταγματική επιταγή θα είχε σοβαρότατο λόγο ύπαρξης μόνο αν ο Πρόεδρος είχε
ουσιώδεις ρυθμιστικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες, τότε όμως ίσως άλλαζε και
το σύστημα εκλογής του. Το Σύνταγμα προβλέπει εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια και
αυτό θα πρέπει να διασφαλίζεται προκειμένου η Χώρα να μην σύρεται στις κάλπες
κάθε 2-3 χρόνια όπως δυστυχώς συμβαίνει από το 2004 και μετά με δυσβάσταχτο οικονομικό
και κοινωνικό κόστος.
5. Περιδιαβαίνοντας κανείς ξένα ανώτατα εκπαιδευτικά
ιδρύματα, διαπιστώνει ακόμα μία από τις ουτοπίες της ελληνικής μεταπολίτευσης.
Ο ακαδημαϊκός χώρος προσέλαβε χαρακτηριστικά που απόσχουν των βασικών του
στόχων, δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της μάθησης. Οι αέναες
καταλήψεις, η απαράδεκτη εισβολή κομματικών οργανώσεων μέσα στα αμφιθέατρα, η
διάλυση των υποδομών και των εργαστηρίων, όλα αυτά προωθήθηκαν από μια δήθεν
ιδέα εκδημοκρατισμού των ΑΕΙ, που όμως ουδεμία σχέση έχει με την ουσία και το
πνεύμα της δημοκρατίας. Περνάει κανείς έξω από ένα ελληνικό ΑΕΙ και διαπιστώνει
μια φρικτή εικόνα κατάντιας και εγκατάλειψης, γεγονός που ωθεί χιλιάδες νέους
στο εξωτερικό για την παροχή τριτοβάθμιας παιδείας. Όσα επιχειρήματα
δημοκρατίας και αν προβάλλουμε, η σημερινή εικόνα των ΑΕΙ δεν έχει καμία σχέση
με το πολίτευμά μας, είναι εικόνα πλήρους διάλυσης και εξαθλίωσης. Ρόλος των
ΑΕΙ δεν είναι η αφισοκόλληση και οι συναυλίες, είναι η μάθηση και η παιδεία, η
προετοιμασία των αυριανών επιστημόνων, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο εάν
αποδιωχθούν όλα τα κόμματα μέσα από τα ΑΕΙ, εάν επιτέλους το Κράτος μπορέσει να
επαναφέρει την τάξη, την ευπρέπεια, την οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των
ελληνικών ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Για να γίνει αυτό θα πρέπει όλοι να
καταλάβουμε ότι ακόμα και στη Δημοκρατία υπάρχουν όρια! Στην ίδια λογική
εντάσσεται και οι διάφοροι «χώροι κοινωνικής αυτοοργάνωσης», που ποτέ μου δεν
κατάλαβα τι ακριβώς είναι. Η κατάληψη δημοσίων κτηρίων και η μετατροπή τους σε
τέτοια μορφώματα δεν είναι δικαίωμα, είναι κατάχρηση!
6. Σημαντικό ζήτημα που κυριαρχεί τις τελευταίες 2
δεκαετίες της Μεταπολίτευσης είναι η μετανάστευση. Από τις αρχές της δεκαετίας
του 1990, όταν δηλαδή άνοιξαν τα σύνορα των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, οι
χώρες του ευρωπαϊκού νότου δέχθηκαν αθρόα χιλιάδες μετανάστες προς αναζήτηση
εργασίας και καλλίτερης ζωής. Αυτό όμως έγινε ανοργάνωτα, χωρίς καμία
προετοιμασία της κρατικής μηχανής, κυρίως όμως χωρίς καμία προεργασία στην
ελληνική κοινωνία. Έτσι, ολόκληρες αστικές περιοχές έλαβαν χαρακτήρα μειονοτικό
με αποτέλεσμα την όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων και αποκλεισμών. Και ενώ
όλες οι χώρες της Ευρώπης έθεσαν περιορισμούς στην εισδοχή μεταναστών, η Ελλάδα
ουδέποτε προέβη σε μια συγκροτημένη μεταναστευτική πολιτική, που εκ των
πραγμάτων οφείλει να θέτει όρους και όρια στην μετανάστευση, καθώς η αλλοίωση
της εθνικής ομοιογένειας πρέπει να αποτελεί κόκκινη γραμμή για όλα τα κόμματα.
Αποτελεί όμως;
7. Άφησα τελευταίο ένα ζήτημα ταμπού. Από το 1974
μέχρι και σήμερα παρατηρείται μια διαρκής μείωση στην σημασία των όρων «έθνος»,
«θρησκεία» και «εθνικές αξίες» στη βάση της ελληνικής κοινωνίας. Και ενώ όλοι
σχεδόν οι ξένοι ηγέτες (Ομπάμα, Ολάντ, Κάμερον κ.λπ.) μιλάνε διαρκώς για τις
αξίες του έθνους τους, στην Ελλάδα δαιμονοποιούμε όλες αυτές τις έννοιες σε
πλήρη διάσταση με την ιστορία μας, αρχαία και νεότερη. Άραγε αυτές δεν ήταν οι
αξίες πάνω στις οποίες δημιουργήθηκε το νέο ελληνικό κράτος το 1830; Αυτές δεν
ήταν οι αξίες των πατεράδων μας και των παππούδων μας; Γιατί οι νεοέλληνες τις
ξεχνάμε τόσο εύκολα; Γιατί η νέα γενιά αδιαφορεί μπροστά στις λέξεις «σημαία»
και «εθνικός ύμνος»; Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ πόσο επιζήμιο είναι αυτό; Ο
Μακαριστός Χριστόδουλος είχε πει «λέμε ναι στην Ευρώπη αλλά λέμε δύο φορές ναι
στην Ελλάδα» και τότε κάποιοι τον χλεύαζαν. Σήμερα ο λόγος αυτός έχει
αποδειχθεί προφητικός. Για πολλούς η αποθρησκειοποίηση της κοινωνίας και η
διάλυση των εθνικών αξιών αποτελεί αυτοσκοπό, είναι λάθος! Η εθνική συνοχή, η
εθνική ομοιογένεια, η ένωση του λαού – ανεξαρτήτως κομματικής ή ιδεολογικής
τοποθέτησης – κάτω από συγκεκριμένες εθνικές αξίες και ιδανικά αποτελεί μείζονα
εθνική αναγκαιότητα και όχι πολυτέλεια. Και αυτό οφείλουν να το
συνειδητοποιήσουν όλοι, ακόμα και εκείνοι που ιδεολογικά υποστηρίζουν την
κατάργηση των συμβόλων και των αξιών. Η ιστορία θα σταθεί αμείλικτη απέναντί
τους. Και εδώ η παιδεία μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο.
Ολόκληρη η Μεταπολίτευση βασίστηκε σε λανθασμένα πρότυπα.
Κυριάρχησαν ψεύτικα διλήμματα, τεχνητή πόλωση, επίπλαστος διαχωρισμός της
ελληνικής κοινωνίας σε «άσπρο-μαύρο». Είναι πραγματικότητα ότι η κατασπατάληση
του δημοσίου χρήματος επί 40 χρόνια, η εμπέδωση της νοοτροπίας του «δε
βαριέσαι» και του «ωχ αδερφέ», η λογική του «βύσματος» και του «Τσοβόλα δώστα
όλα», η προσπάθεια να μην πιστεύει ο Έλληνας σε θρησκεία, αξίες, σημαία και
έθνος, η πίστη ότι με κάποιο «μέσο» μπορούν να γίνουν τα πάντα, η εμπιστοσύνη
των Υπουργών σε ανάξιους και συνήθως μειωμένης αντίληψης και ελάχιστων σπουδών
συνεργάτες και διοικητές οργανισμών (φυσικά υπήρξαν λαμπρές εξαιρέσεις), η
άποψη ότι πρέπει να αμειβόμαστε περισσότερο από όσο παράγουμε και η πλήρης
αδιαφορία μπροστά στη διαφθορά και την αδιαφάνεια έχουν ονοματεπώνυμο. Και
τελικά αποδείχθηκε ότι αυτό που έλεγε ο αείμνηστος Λάμπρος Κωνσταντάρας στην
γνωστή ελληνική ταινία «Υπάρχει και Φιλότιμο» είναι πάρα ποτέ επίκαιρο: «το
δύσκολο σε αυτή τη Χώρα δεν είναι να είναι κανείς Υπουργός, το δύσκολο είναι να
είναι κανείς ΚΥΡΙΟΣ»
* Ο κ.
Στράτος Χαρχαλάκης είναι Δήμαρχος Κυθήρων
πηγή: capital.gr