Ήταν γραφτό το εφετινό
καλοκαίρι το Διακόφτι να βιώσει την απώλεια μίας γνήσιας «Τσιριγώτισσας», μίας αληθινής
κυρίας, μίας τρυφερής φίλης, ενός ακέραιου ανθρώπου. Η καλόκαρδη Χάρις
(Μυλωνοπούλου), η ευγενική κυρία, η πρόσχαρη φίλη, η στοργική μητέρα και η
αφοσιωμένη σύζυγος, η πολιτογραφημένη – με κατάθεση ψυχής και αποδεδειγμένη
έμπρακτη συνεισφορά – Διακοφτίτισσα αποφάσισε εφέτος – όχι γιατί το θέλησε η
ίδια, αυτό είναι βέβαιο – να αναχωρήσει για τη γειτονιά των αγγέλων, εκεί που
της άξιζε και της άρμοζε, σύμφωνα με τον τρόπο ζωής της, και να κάνει φτωχότερο
το Διακόφτι από την ανθρωπιά και την ευγένειά της, βυθίζοντας στη θλίψη όχι
μόνο την οικογένειά της αλλά και όλους όσοι την ήξεραν, την εκτιμούσαν και πάνω
από όλα την αγαπούσαν γι’ αυτό που ήταν και εξέπεμπε.
Ανάμεσα σε αυτούς και εγώ,
η φίλη που τη θυμάμαι από τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, όταν την
πρωτογνώρισα μόλις την έφερε νύφη στο Διακόφτι ο σύζυγός της, ο αείμνηστος
Σπύρος Μυλωνόπουλος. Και έμελλε η ευγενική εκείνη κυρία να γίνει η αληθινή φίλη
που στάθηκε σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής μου σαν να ήταν κομμάτι της
οικογένειάς μου, ίσως και κάτι παραπάνω. Ο άνθρωπος που ήξερα ότι θα μου φέρει
ένα κρύο νερό, έναν καφέ, ένα σπιτικό φαγητό όταν έφθανα κουρασμένη στο
Διακόφτι και έπρεπε να καθαρίσω ολονυκτίς την καμαρούλα μου για να περάσω λίγες
μέρες διακοπών, ήσυχα και ξένοιαστα, όπως ήταν το Διακόφτι, πριν ο τουρισμός
και η χωροταξική αναβάθμιση το αναδείξουν σε πρώτο προορισμό προσέλευσης
τουριστών και οικιστικής έξαρσης του νησιού. Τότε, η Χάρις με το γλυκό, τρυφερό
και καλοσυνάτο «καλώς ήρθατε», βρισκόταν πάντα εκεί για να προσφέρει ό,τι
μπορούσε.
Και στα μετέπειτα χρόνια
που ήρθαν η διακριτική και συγχρόνως νομοτελειακή παρουσία της, δείγμα αναφοράς
της έναρξης της μάζωξης όλων μας για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, αποτελούσε
την καλύτερη ένδειξη ότι ακόμα μια φορά στο Διακόφτι και κει μπροστά στο σπίτι
της θα γινόταν ο τόπος συνάντησης και η αφετηρία διαπροσωπικών, φιλικών και
οικογενειακών στιγμών όλων όσοι περιμέναμε να βρεθούμε στην καλύτερη παραλία
του νησιού, να ανταμώσουμε με φίλους και γνωστούς και να αναφερθούμε στα
δύσκολα του χειμώνα που περάσαμε στην Αθήνα, με την ελπίδα ότι τώρα που είμαστε
εκεί θα ξεκουραστούμε και θα ηρεμήσουμε.
Και σε όλα αυτά, η Χάρις
και το πέτρινο πεζουλάκι του σπιτιού της γίνονταν οι ευγενικοί οικοδεσπότες που
σου πρόσφεραν απλόχερα ό,τι μπορούσαν. Το δεντράκι να ξαπλώσεις κάτω από τη
δροσιά του, ένα κρύο νερό να δροσιστείς (συνήθως συνοδευόμενο με ό,τι καλούδι υπήρχε
πρόχειρο), μία καρέκλα να ξαποστάσεις, ακόμα και ένα κρεβάτι μέσα στο σπίτι της
εάν υπήρχε ανάγκη για κάποιον που το χρειαζόταν.
Έτσι ήταν η Χάρις, μία
ανιδιοτελής προσφορά προς τον πλησίον, ένα καλόκαρδο άτομο, από εκείνα που
σπανίζουν στις μέρες μας γιατί χάθηκε το αίσθημα του απλώνω το χέρι στον
συνάνθρωπό μου. Για εκείνη αυτό ήταν κομμάτι της ύπαρξής της, ήταν το κύτταρο
της ίδιας της ζωής της. Κι ας την είχε κτυπήσει αλύπητα η ζωή, κυρίως με τον
αδόκητο χαμό του πολυαγαπημένου της συζύγου Σπύρου. Αυτή στάθηκε όρθια, με τη
βοήθεια των δυο παιδιών της και συνέχισαν εκείνο που ήθελε πάντα ο άντρας της.
Να παραμείνουν Διακοφτίτες και να βρίσκονται πάντα εκεί, στα καλά και τα κακά,
στα δύσκολα και τα ανατρεπτικά που θα έρχονταν και με την παρουσία τους να
σηματοδοτούν την αέναη και ακατάλυτη ανάγκη που έχουν μέσα στην καρδιά τους
όλοι οι κάτοικοι αυτού του μοναδικού σημείου του Τσιρίγου. Να είναι παρόντες γιατί
αγαπούν μέχρι τρέλας το Διακόφτι. Και η Χάρις το έκανε πράξη όλα αυτά τα χρόνια
της ζωής της γιατί αν και δεν καταγόταν από τα Κύθηρα, ήταν πιο Τσιριγώτισσα
στην ψυχή και την καρδιά από αρκετούς που βαυκαλίζονται κάτι ανάλογο.
Θα μας λείψεις Χάρις,
τουλάχιστον σε όσους σε γνώρισαν από κοντά και σε αγάπησαν. Στα παιδιά σου,
στους συγγενείς και φίλους σου, στο Διακόφτι, στην γλυκιά παρέα του
«παρθεναγωγείου», όπως έλεγα πειράζοντάς σε, στις φίλες σου, την κ. Πιπίτσα,
την κ. Ειρήνη και την κ. Λίντα, τη συντροφιά του καλοκαιριού που τόσα πολλά και
ωραία ζούσαμε κάθε χρόνο μαζί. Όσο για μένα; Δεν ξέρω τι θα ξεχάσω από σένα.
Μάλλον τίποτα, αλλά αν ακόμη ο χρόνος «επιβάλλει» κάποια στιγμή τις επιταγές
του και η λησμονιά κατοικήσει στα άδυτα της μνήμης μου, ένα είναι σίγουρο.
Πάντα θα θυμάμαι το μειλίχιο και αυθόρμητο χαμόγελο και τη γλυκοστάλακτη προσφώνησή
σου όταν με έβλεπες… «Καλώς το Ντινάκι…». Και στη φράση αυτή έκλεινες όλη την
αγάπη και την καλοσύνη που έκρυβες για τους ανθρώπους που αγαπούσες.
Καλό ταξίδι ευγενική μας
φίλη, εύχομαι στον πηγαιμό που ξεκίνησες να πας, να βρεις όσους αγαπημένους
έχασες και εκεί κοντά τους να βιώσεις την ηρεμία και τη γαλήνη που χρειάζεσαι
για να μας νοιάζεσαι και να μας συντροφεύεις. Για μας είναι σίγουρο ότι θα μας
λείψεις και το Διακόφτι θα είναι φτωχότερο χωρίς εσένα, αλλά η θέση σου θα
είναι πάντα ανάμεσά μας, εκεί μεταξύ του γαλάζιου ουρανού και της πράσινης
θάλασσας, μπροστά από το κυμοθάλασσο του σπιτιού σου !
(Λίγες αποχαιρετιστήριες σκέψεις από το
τελευταίο καλοκαίρι που δεν ήμασταν μαζί).
Ντίνα
Παπαδοπούλου