Πολιτισμική Κληρονομιά και
Οικονομική Ανάπτυξη:
πρόταση για τη δημιουργία «ζωντανών» Αρχαιολογικών Πάρκων
στους Αρχαιολογικούς Χώρους της Ελλάδας, με παράδειγμα εφαρμογής
τα Κύθηρα και
τα Αντικύθηρα
Άρης Τσαραβόπουλος
Έφεδρος Αρχαιολόγος της ΚΣΤ’
ΕΠΚΑ, , aristsaravopoulos@hotmail.com
Γκέλυ Φράγκου
Αρχαιολόγος,
gelyfragoy11@hotmail.com
Περίληψη
Στο κείμενο που ακολουθεί
προτείνεται ένας τρόπος αναβίωσης των «ξεχασμένων» αρχαιολογικών χώρων χωρίς
κρατικές ή άλλες δημόσιες δαπάνες, ένας τρόπος που θα τους αναδείξει, θα τους
κάνει προσβάσιμους, ενώ ταυτόχρονα θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας (χωρίς καθόλου
έξοδα στον προϋπολογισμό), και θα συμβάλει στην επιμήκυνση της τουριστικής
περιόδου στις περιοχές στις οποίες βρίσκονται.
Η πρόταση συνίσταται στη
δημιουργία ενός ζωντανού, να τονιστεί, ζωντανού Αρχαιολογικού Πάρκου, στο οποίο
οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται και, από απλοί
θεατές θα μετατρέπονται σε δρώντα υποκείμενα.
Η δραστηριότητα αυτή εντάσσεται
στα γενικά πλαίσια ενός προγράμματος εναλλακτικού τουρισμού. Οι ενδιαφερόμενοι
επισκέπτες-τουρίστες θα έρχονται, όχι για απλή επίσκεψη, αλλά για να
συμμετάσχουν στη διαδικασία της αποκάλυψης και της δημιουργίας του
αρχαιολογικού χώρου. Θα εργάζονται δηλαδή ως «εργατικό» προσωπικό. Υπάρχει η
δυνατότητα να απευθυνθούμε στους τουρίστες που αναζητούν έναν εναλλακτικό τρόπο
διακοπών και οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν, πληρώνοντας,
εθελοντική εργασία σε έναν αρχαιολογικό χώρο.
Σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους
στο εξωτερικό πολλές ανασκαφές διεξάγονται με τον τρόπο αυτό και εξασφαλίζεται
έτσι η χρηματοδότησή τους. Με την παρακάτω πρόταση επιτυγχάνονται στόχοι οι
οποίοι, ενώ δεν απαιτούν κανένα δημόσιο έξοδο εντάσσονται σε μια
αυτοχρηματοδοτούμενη διαδικασία
ανασκαφής, διαμόρφωσης, ανάδειξης και προστασίας του αρχαιολογικού
χώρου.
Λέξεις κλειδιά: αειφόρος
οικονομική ανάπτυξη, αρχαιολογία, πολιτιστική κληρονομιά, Κύθηρα, Αντικύθηρα
Εισαγωγή
Σε πολλούς ελληνικούς
αρχαιολογικούς χώρους, η απήχηση των οποίων ξεπερνάει τα όρια της χώρας, όπως
είναι η Ακρόπολη, οι Μυκήνες, η Ολυμπία, οι Δελφοί, η Κνωσός, η Βεργίνα και
μερικοί άλλοι, η μεγάλη προσέλευση επισκεπτών σχεδόν όλη τη διάρκεια του έτους,
δίνει την οικονομική δυνατότητα της συνεχούς συντήρησης, βελτίωσης και προβολής
τους και είναι εμφανής η συμβολή τους στην εθνική, αλλά και την τοπική
οικονομία.
Πολλοί επίσης από τους
αρχαιολογικούς χώρους, που βρίσκονται έξω από τα «τουριστικά κυκλώματα» και
είναι χαμηλότερης αναγνωρισιμότητας, όπως είναι για παράδειγμα1 ο Εμπορειός της
Χίου (Archontidou-Argyri et al, 2003), τα Ψαρά, το Παλαμάρι στη Σκύρο (Παρλαμά,
2006), το Παλιομονάστηρο στο Ρίο (www.tdpeae.gr), η «Μικρή Δοξηπάρα» στον Έβρο
(www.mikridoxipara-zoni.gr), η Καρθαία της Κέας2 (Mendoni, 2004;
Σημαντώνη-Μπουρνιά κ. αλ, 2006) και πολλοί άλλοι, διαμορφωμένοι με πολλά έξοδα
εθνικά ή κοινοτικά (ΚΠΣ, ΕΣΠΑ κ.α.),
έχουν τόσο λίγους επισκέπτες που, ακόμα και έμμεσα μέσω της τουριστικής
έλξης που μπορεί να δημιουργούν (αφού στους περισσότερους δεν υπάρχει
εισιτήριο), δεν φαίνεται να αποσβέσουν ποτέ τα χρήματα που δαπανήθηκαν για τη
συντήρηση και την ανάδειξή τους.
Υπάρχουν όμως και πάρα πολλοί
αρχαιολογικοί χώροι – και αυτοί είναι οι
περισσότεροι – που παραμένουν ανεξερεύνητοι, σκεπασμένοι από τις προσχώσεις και
τη βλάστηση, και οι οποίοι δεν προσφέρουν στον επίμονο επισκέπτη ούτε καν
δείγματα του αρχαιολογικού πλούτου που κρύβουν. Αυτοί είναι που ένας-ένας
χωριστά, σκορπισμένοι σε όλα τα σημεία του ελλαδικού χώρου, αποτελούν τον
πραγματικό πλούτο της χώρας, είναι η πρώτη ύλη της «βαριάς βιομηχανίας» της
Ελλάδας η οποία δύο ολόκληρους αιώνες από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους
ακόμα δεν έχει αξιοποιηθεί. Αν βέβαια προσπαθήσουμε να συντηρήσουμε και να
αναδείξουμε τους χώρους αυτούς με τον τρόπο που ακολουθήθηκε στις παραπάνω
περιπτώσεις θα είχαμε τα ίδια «χρηματοβόρα» αποτελέσματα: τεράστια έξοδα
συντήρησης, διαμόρφωσης και προβολής (τα οποία ασφαλώς στη σημερινή οικονομική
κατάσταση της χώρας θα ήταν αστείο ακόμα και να το σκεφτεί κανείς) με πενιχρά
αποτελέσματα άμεσης ή έμμεσης απόσβεσης σε διάρκεια αιώνων.
Στόχοι
Στο κείμενο που ακολουθεί
προτείνεται ένας τρόπος αναβίωσης των «ξεχασμένων» αρχαιολογικών χώρων χωρίς
κρατικές ή άλλες δημόσιες δαπάνες, ένας τρόπος που θα τους αναδείξει και θα
τους κάνει προσβάσιμους. Οι εργασίες θα ξεκινήσουν με ανθρώπους οι οποίοι θα
δουλεύουν και ταυτόχρονα θα πληρώνουν για την συμμετοχή τους. Αυτό θα φέρει ζωή
στον τόπο γιατί δεν θα πρόκειται πλέον για έναν «νεκρό» αρχαιολογικό χώρο ο
οποίος είναι επισκέψιμος μόνο συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Ταυτόχρονα, η
πρόταση αυτή θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας αρχαιολόγων, συντηρητών και ντόπιων
(καθώς θα αυξηθούν οι ανάγκες στέγασης και σίτισης). Το επιστημονικό προσωπικό
δεν θα πληρώνεται από το κράτος, αλλά από τα έσοδα που θα προκύπτουν από τους
συμμετέχοντες-εθελοντές-τουρίστες στο πρόγραμμα. Όλα τα παραπάνω θα συμβάλουν
στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου στις περιοχές στις οποίες βρίσκονται
οι αρχαιολογικοί χώροι, γιατί οι προτεινόμενες εργασίες προγραμματίζονται να
διαρκούν από το τέλος της άνοιξης έως τις αρχές του φθινοπώρου, για 6-7 μήνες.
Ως συγκεκριμένα παραδείγματα εφαρμογής της πρότασης (case studies)
παρουσιάζονται δυο αρχαιολογικοί χώροι στα νησιά των Κυθήρων και Αντικυθήρων.
Οι αρχαιολογικοί αυτοί χώροι είναι το «Παλαιόκαστρο» στα Κύθηρα και το «Κάστρο»
στα Αντικύθηρα. Ο πρώτος από τους συγγραφείς του άρθρου αυτού, εργάζεται στα δύο
αυτά νησιά για περισσότερο από είκοσι χρόνια ως υπεύθυνος υπάλληλος της
αρχαιολογικής υπηρεσίας (Τσαραβόπουλος 2006; Τσαραβόπουλος 2009α; Τσαραβόπουλος
2009β).
Προσπάθεια δημιουργίας «ζωντανών» αρχαιολογικών πάρκων: αρχαιολογικοί
χώροι ως πηγές αειφόρου ανάπτυξης
Η πρόταση συνίσταται στη
δημιουργία ενός ζωντανού, να τονιστεί, ζωντανού Αρχαιολογικού Πάρκου, στο οποίο
οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται και, από απλοί
θεατές θα μετατρέπονται σε δρώντα υποκείμενα. Η διαφορά είναι ότι τον απλό Αρχαιολογικό
Χώρο, ο επισκέπτης τον εξαντλεί με μια, το πολύ με δυο, αν είναι πολύ επιμελής,
ημερήσιες επισκέψεις ενώ, όπως προτείνεται, στο «Ζωντανό Αρχαιολογικό Πάρκο» ο
επισκέπτης θα συμμετέχει και στην αποκάλυψη αρχαιοτήτων, αλλά και στη
διαμόρφωση και παρουσίαση του χώρου. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη νότια, οι μέρες
ηλιοφάνειας που επιτρέπουν υπαίθρια εργασία αρχίζουν από τα μέσα Μαρτίου και
τελειώνουν αργά το Νοέμβριο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να προγραμματίζεται
αρχαιολογική δραστηριότητα όλη αυτή την περίοδο.
Η δραστηριότητα αυτή εντάσσεται
στα γενικά πλαίσια ενός προγράμματος εναλλακτικού τουρισμού. Οι ενδιαφερόμενοι
επισκέπτες-τουρίστες θα έρχονται, όχι για απλή επίσκεψη αλλά, όπως αναφέρεται
παραπάνω, για να συμμετάσχουν στη διαδικασία της αποκάλυψης και της δημιουργίας
του αρχαιολογικού χώρου. Θα εργάζονται δηλαδή ως «εργατικό» προσωπικό, και θα
διδάσκονται ταυτόχρονα, την ανασκαφική διαδικασία, αλλά και όλες τις άλλες
δραστηριότητες που απαιτούνται για την δημιουργία και τη λειτουργία ενός Αρχαιολογικού
Πάρκου, όπως είναι η αποκάλυψη των αρχαιοτήτων και η αποκατάστασή τους, η
δημιουργία μονοπατιών προς τους χώρους ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, η ξενάγηση
στον χώρο ενώ ταυτόχρονα, τα απογεύματα, θα τους παραδίδονται μαθήματα (1)
ιστορίας του αρχαιολογικού χώρου, (2) του τρόπου με τον οποίο εξάγονται τα
ιστορικά συμπεράσματα από τα ανασκαφικά δεδομένα, αλλά και (3) μαθήματα για
τους στόχους της αρχαιολογικής έρευνας, (4) μαθήματα άμεσης συντήρησης και
σχεδίου κινητών και ακίνητων ευρημάτων, καθώς και (5) των τρόπων προβολής του
«αρχαίου» στο ευρύτερο κοινό.
Πρέπει βέβαια να ξεπεραστεί η
«αδημονία» της γρήγορης εξαγωγής αρχαιολογικών συμπερασμάτων και οι υπεύθυνοι
της ανασκαφής θα πρέπει να προσπαθούν να λειτουργούν περισσότερο ως
«διδάσκοντες» και λιγότερο ως «βιαστικοί» ερευνητές. Η διαδικασία αυτή, ωστόσο,
δίνει τη δυνατότητα μιας συνεχούς ζωντάνιας στον αρχαιολογικό χώρο, αφού
συνέχεια θα αλλάζουν τα δεδομένα των ευρημάτων και των χώρων που θα
αποκαλύπτονται. Οι «επισκέπτες-εργαζόμενοι» στον χώρο θα έχουν τη δυνατότητα να
διαπιστώνουν την πρόοδο της αποκάλυψης, αλλά και τη συναγωγή των συμπερασμάτων
από τα αποτελέσματα της ανασκαφής στην οποία οι ίδιοι θα συμμετέχουν. Από την
ίδια ομάδα θα επιλέγονται και αυτοί που θα ξεναγούν τους τυχαίους επισκέπτες, οι
οποίοι θα παρακολουθούν και αυτοί
ζωντανά τη διαδικασία της ανασκαφής. Οι δυο αρχαιολογικοί χώροι στου οποίους
επικεντρώνουμε την πρόταση έχουν ενταχθεί από τη Δημοτική Κυθήρων και
Αντικυθήρων, σε δίκτυο μονοπατιών.
Υπάρχει δηλαδή η δυνατότητα να
απευθυνθούμε στους τουρίστες που αναζητούν έναν εναλλακτικό τρόπο διακοπών και
οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν, πληρώνοντας, εθελοντική εργασία σε
έναν αρχαιολογικό χώρο.3 Σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους στο εξωτερικό, στην
Ισπανία (www.archaeospain.com), τη Γαλλία (www.culture.gouv.fr), αλλά και τη
Ρουμανία και αλλού, πολλές ανασκαφές διεξάγονται με τον τρόπο αυτό και
εξασφαλίζεται έτσι η χρηματοδότησή τους. Η ουσιαστική διαφορά της πρότασής μας
με τις παραπάνω περιπτώσεις έγκειται στο γεγονός ότι ο κύριος στόχος τους είναι
το επιστημονικό αποτέλεσμα και για τον λόγο αυτό η διάρκειά τους είναι μικρή,
ενώ προχωρούν με ταχύτητα για τη συναγωγή όσο το δυνατόν περισσότερων
επιστημονικών συμπερασμάτων σε όσο το δυνατόν πιο περιορισμένο χρονικό
διάστημα. Η πρότασή μας θέτει ως κύριο στόχο τη λειτουργία του χώρου, τη
διδασκαλία των συμμετεχόντων χωρίς βέβαια να παραβλέπει το επιστημονικό
αποτέλεσμα το οποίο όμως δεν θα επισκιάζει τις πρώτες δυο λειτουργίες, ενώ
ταυτόχρονα συμβάλλει στην ένταξη του αρχαίου στην κοινοτική ζωή. Το τελευταίο
θα πραγματοποιείται ως εξής: κατά τις περιόδους χαμηλής τουριστικής κίνησης,
όταν η παραγωγή και η οικονομική δραστηριότητα είναι ανύπαρκτες σε κάποιες
περιοχές και οι άνθρωποι περιμένουν να ζήσουν από τους τουρίστες κατά τους
θερινούς μήνες, η λειτουργία του αρχαιολογικού χώρου με τον τρόπο που
προτείνεται παραπάνω θα συμβάλει στην ενίσχυση της οικονομικής ζωής αυτών των
περιοχών. Οι ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων εστιών και εστιατορίων θα καλούνται να
ικανοποιήσουν τις ανάγκες των επαγγελματιών και τουριστών – εργατών που θα
συμμετέχουν στο πρόγραμμα για μεγάλες χρονικές περιόδους. Έτσι, θα έχουν έσοδα.
Η οικονομική ανάπτυξη θα δώσει την ευκαιρία στους ντόπιους να μένουν στον τόπο
τους αντιλαμβανόμενοι ότι οι αρχαιότητες
του τόπου τους μπορούν να αποτελέσουν και πηγή οικονομικών εσόδων.
Με την παραπάνω πρόταση
επιτυγχάνονται τρεις στόχοι οι οποίοι, ενώ δεν απαιτούν κανένα δημόσιο έξοδο,
εντάσσονται σε μια αυτοχρηματοδοτούμενη διαδικασία ανασκαφής, διαμόρφωσης,
ανάδειξης και προστασίας του αρχαιολογικού χώρου. Ο πρώτος στόχος είναι η
ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, με την αποκάλυψη των λειτουργικών του
τμημάτων, με εξασφάλιση της παρουσίας προσωπικού και ξενάγησης των επισκεπτών
σε όλη τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου η οποία μπορεί να αρχίζει από τον
Απρίλη-Μάη και να διαρκεί έως τον Νοέμβρη. Ο στόχος αυτός βρίσκεται στις άμεσες
επιδιώξεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας όπως ορίζεται στον Αρχαιολογικό Νόμο του
Ελληνικού Κράτους.4 Η διαρκής παρουσία ομάδας που θα ασχολείται στον χώρο θα
βοηθήσει στη διατήρηση και στη συντήρηση των αρχαιοτήτων και των μονοπατιών
επίσκεψης, ώστε να μην εμφανίζεται η εικόνα εγκατάλειψης που έχουν σήμερα οι
περισσότεροι αρχαιολογικοί χώροι.
Ο δεύτερος στόχος είναι η
επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου που θα συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη
της περιοχής στην οποία βρίσκονται. Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι θα έρχονται σε
επαφή με την πολιτιστική τους κληρονομιά. Η άμεση επαφή με την κοινότητα θα
επιτρέπει σε πολλούς κατοίκους να έρθουν σε επαφή με τις εργασίες που
διενεργούνται εκεί. Η οργάνωση της πρότασής μας θα έχει τοπικό χαρακτήρα και θα
είναι μια συνεργασία των τοπικών αρχών και των κατοίκων με την υπεύθυνη
αρχαιολογική υπηρεσία και μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που θα αποτελείται από
τους παραπάνω. Όλα αυτά τα μέλη θα αποφασίζουν για τους συμμετέχοντες στο
πρόγραμμα, την ακριβή περίοδο των αρχαιολογικών εργασιών και σε συνεργασία με
τους αρχαιολόγους που θα δουλεύουν στο πρόγραμμα θα αποφασίζουν για τις
περιοχές που θα ανασκάπτονται κάθε χρόνο. Οι κάτοικοι των γειτονικών κοινοτήτων
θα ενθαρρύνουν πολλούς απλούς τουρίστες να επισκέπτονται τους χώρους. Πολλοί
από τους κατοίκους έχουν υποστεί την ταλαιπωρία της καθυστέρησης επιχειρώντας
να οικοδομήσουν στην έγγεια ιδιοκτησία τους, είτε για τον απλό έλεγχο των
εκσκαφών είτε για την ανασκαφή των αρχαιοτήτων που υπήρχαν εκεί και θα μπορούν
να δουν ότι η θυσία τους έχει άμεσο αποτέλεσμα στην αποκάλυψη και την ερμηνεία
της ιστορίας του τόπου τους και, πιθανόν, θα πάψουν να αντιμετωπίζουν τους
αρχαιολόγους ως «επικίνδυνα όντα» που στόχο έχουν, για «κάποιο δικό τους ψώνιο»
να τους εμποδίζουν να κτίσουν.5
Ένας τρίτος στόχος είναι η
δημιουργία θέσεων εργασίας (να τονιστεί πάλι: όχι με δαπάνες του δημοσίου) σε
αρχαιολόγους, συντηρητές αρχαιοτήτων και σχεδιαστές αρχαιοτήτων και, έμμεσα, σε
όλα τα επαγγέλματα τα οποία θα εξυπηρετούν τη δράση αυτή. Μια ομάδα 30-35
συμμετεχόντων (επισκεπτών-εργατών) θα χρειάζεται τουλάχιστον 5 αρχαιολόγους
υπεύθυνους ομάδων για τουλάχιστον 8 μήνες στον κάθε χώρο, τουλάχιστον έναν
σχεδιαστή και έναν συντηρητή αρχαιοτήτων. Όλοι οι παραπάνω θα πληρώνονται από
τους συμμετέχοντες (επισκέπτες-εργαζόμενους) στο πρόγραμμα. Η επιλογή του
επιστημονικού προσωπικού θα είναι η γνώση και η εμπειρία στο χώρο, και κάθε
χρόνο το επιστημονικό προσωπικό θα αξιολογείται από τους συμμετέχοντες
εθελοντές- “πελάτες”.
Επιπλέον, νέες θέσεις εργασίας θα
προκύψουν για τους ντόπιους για την εξυπηρέτηση των αναγκών φιλοξενίας και
διατροφής όλων των συμμετεχόντων.6
Ταυτόχρονα, οι συμμετέχοντες
εθελοντικά (οι «εναλλακτικοί τουρίστες») στις εργασίες ανασκαφής, αποκατάστασης
και διαμόρφωσης του χώρου, εργασίες οι οποίες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,
προβλέπεται να διαρκέσουν πολλές δεκαετίες, μετατρέπονται σε ζωντανούς
διαφημιστές του αρχαιολογικού χώρου προσελκύοντας πολύ περισσότερους
επισκέπτες. Από την έως τώρα εμπειρία στους χώρους για τους οποίους θα γίνει
λόγος παρακάτω διαπιστώνεται ότι παρόλες τις δυσκολίες διαβίωσης και εργασίας
οι εθελοντές επανέρχονται ζητώντας να συμμετάσχουν και τις επόμενες χρονιές
στην ανασκαφή, ενώ συνεχώς νέοι εθελοντές εκφράζουν την επιθυμία συμμετοχής.
Όπως διαγράφεται παραπάνω, οι
αρχαιολογικοί χώροι αντί να κλείνουν για το κοινό «λόγω ανασκαφής», όπως
συμβαίνει στην πλειοψηφία των συστηματικών, αλλά και των σωστικών ανασκαφών που
διενεργούνται στους αρχαιολογικούς χώρους της χώρας μας, θα «ανοίγουν» για τον
ίδιο ακριβώς λόγο κάνοντας επισκέψιμη την ίδια τη διαδικασία της ανασκαφής.
Παλαιόκαστρο Κυθήρων
To νησί των Κυθήρων βρίσκεται στη
συνέχεια της ανατολικής χερσονήσου της Πελοποννήσου, απέναντι από το ακρωτήριο
του Μαλέα και ελέγχει το θαλάσσιο πέρασμα από το Αιγαίο προς τη Δυτική
Μεσόγειο. Από την αρχαιότητα είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ως το «θείο νησί της
Αφροδίτης » χαρακτηριστικό το οποίο είναι ισχυρό στοιχείο έλξης για επισκέπτες,
αλλά και υποψήφιους να συμμετέχουν στην ανασκαφή.
Ο μεγαλύτερος, οχυρωμένος
οικισμός του νησιού βρισκόταν στον αρχαιολογικό χώρο του «Παλαιοκάστρου» στο
κέντρο του νησιού σε απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων από την παραλία της
Παλαιόπολης στην οποία λειτουργούσε το επίνειό της η Σκάνδεια (Coldstream &
Huxley, 1972: 37-40; Πετρόχειλος, 1984: 64-87). Η οχυρωμένη αρχαία πόλη
καταλαμβάνει μια έκταση μεγαλύτερη των 600 000 m2. Τα τείχη της σε μεγάλο
ποσοστό καλύπτονται από βλάστηση και δεν είναι ορατά, ενώ σε πολλά σημεία έχουν
καταστραφεί από τις αγροτικές εργασίες και τις διαμορφώσεις των τελευταίων δέκα
αιώνων. Στο «Παλαιοκάστρο» σώζονται ορατά (το ένα μετά από ανασκαφή) δυο αρχαία
ιερά, το πρώτο μεγάλης θηλυκής θεότητας (πιθανότατα της Αφροδίτης, αν και δεν
υπάρχει κανένα επιγραφικό επιβεβαιωτικό τεκμήριο) στην κορυφή του λόφου
(Πετρόχειλος, 2003; 2007; 2009). Ο δεύτερος ναός ανήκει στους Διόσκορους,
πιθανότατα και ιερό, στον χώρο στον οποίο λειτουργεί σήμερα ο χριστιανικός ναός
των Αγίων Αναργύρων (Κοσμά και Δαμιανού) (Εικ. 1, 2). Η αρχαία πόλη έχει οχυρωθεί τουλάχιστον δυο
φορές, την πρώτη στα αρχαϊκά χρόνια και τη δεύτερη μετά την κατάληψη του νησιού
από τον Κόνωνα, το 393 π.Χ. (Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.7). Με τη σωστική ανασκαφή
που διενεργήθηκε το 2010 και το 2011 αποκαλύφθηκαν τμήματα του κατοικημένου
χώρου των ύστερων ελληνιστικών χρόνων και των πρώτων αιώνων της Ρωμαϊκής
κυριαρχίας αν και, όπως φαίνεται από τα κινητά ευρήματα, η κατοίκηση στον χώρο
είχε αρχίσει από τους υστερογεωμετρικούς χρόνους. Σε άλλο σημείο της ίδιας
σωστικής ανασκαφής βρέθηκε ένας τάφος των ύστερων αρχαϊκών χρόνων.
Η μοναδική αρχαιολογική εργασία
στο χώρο ήταν μιας μικρής κλίμακας συστηματική ανασκαφή στην κορυφή του λόφου
που διενεργήθηκε από τον καθηγητή Ι. Πετρόχειλο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο
οποίος αποκάλυψε το προ αναφερθέν ιερό αφιερωμένο στη θηλυκή θεότητα. Τα
τελευταία δύο χρόνια (2010, 2011) μετά από αίτηση του Δήμου και της Μητρόπολης
Κυθήρων για την διάνοιξη μονοπατιού προς τον ναό των Αγ. Αναργύρων, ξεκίνησε
μιας μικρής κλίμακας σωστική ανασκαφή, η οποία αποκάλυψε τις αρχαιότητες που
περιγράφονται παραπάνω (Εικ. 1, 2). Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε με την
συμμετοχή εθελοντών – φοιτητών κ.α. υπό την επίβλεψη της ΚΣΤ’ ΕΠΚΑ, την οποία
εκπροσωπούσε τότε στο νησί ο πρώτος εκ των συγγραφέων του άρθρου αυτού, και την
οικονομική υποστήριξη του Kytherian Research Group που ιδρύθηκε από
Κυθήριους-Αυστραλούς για αυτόν τον σκοπό.
Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι
προσβάσιμος εξαιτίας της βλάστησης. Αρχικά, θα πρέπει να αποψιλωθεί ο χώρος. Η
μεγάλη έκταση που καλύπτει θα έχει σαν αποτέλεσμα οι εργασίες εκεί να διαρκούν
για 8-9 μήνες κάθε χρόνο, για 50-60 χρόνια κατά τα οποία θα εφαρμόζεται η
πρόταση του ζωντανού αρχαιολογικού πάρκου, όπως συζητήθηκε παραπάνω. Υπάρχουν 4
σύγχρονοι οικισμοί γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο του «Παλαιοκάστρου» οι
κοινότητες των οποίων θα συμμετέχουν στην μη κερδοσκοπική οργάνωση για την
λειτουργία του αρχαιολογικού πάρκου. Σε αυτούς τους οικισμούς υπάρχουν εστίες
που μπορούν να εξασφαλίσουν τη διαμονή και διατροφή των συμμετεχόντων.
Αρχαία Αιγιλία, Αντικύθηρα
Η περίπτωση των Αντικυθήρων είναι
τελείως διαφορετική. Το νησί, πολύ μικρότερο σε έκταση, βρίσκεται στη μέση της
απόστασης Κυθήρων – Κρήτης, με ένα λιμάνι ανοικτό στους βόρειους ανέμους, που
εμποδίζουν τον ασφαλή απόπλου μικρών πλοίων, αλλά και την είσοδο των
μεγαλύτερων. Το νησί έχει σήμερα μόνο 25 μόνιμους κατοίκους (από τους 700
περίπου που ήταν πριν από 80 χρόνια) με μια σταθερή πορεία ερήμωσης, αφού δεν
διαγράφεται καμιά προοπτική στον, στενά χαρακτηρισμένο, παραγωγικό τομέα.
Στο νησί, το οποίο δεν διαθέτει
καλές παραλίες, δεν υπάρχουν παραδοσιακοί οικισμοί και ο επισκέπτης δεν έχει
πολλά να δει και να κάνει, εάν μείνει περισσότερο από δύο ή τρεις μέρες.
Σώζεται όμως εκεί μια ολόκληρη τειχισμένη αρχαία πόλη της οποίας η ιστορία
μπορεί να αποτελέσει έναν ισχυρό πόλο έλξης επισκεπτών από όλον τον κόσμο για
να γίνει δυνατή η «αναβίωση» του.
Από τις επιγραφές και τα
αρχαιολογικά δεδομένα φαίνεται ότι το νησί οχυρώθηκε με την χρηματοδότηση της
Περσικής Αυτοκρατορίας, στην προσπάθειά της τελευταίας να επιτεθεί, το β΄ μισό
του 4ου αι. π.Χ., από τα μετόπισθεν στον Μ. Αλέξανδρο. Ιδρύθηκε δηλαδή τα
χρόνια της μεγάλης σύγκρουσης που κατέληξε με την κατάλυση της Περσικής
αυτοκρατορίας και την εμφάνιση των Ελληνιστικών Βασιλείων, αλλάζοντας εκ βάθρων
την ελληνική αλλά και την παγκόσμια ιστορία. Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής
περιόδου το νησί συμμετείχε στην πειρατική δραστηριότητα των Κρητικών πόλεων
και, με την καίρια θέση που είχε στις θαλάσσιες διαδρομές εμπορικών και
πολεμικών πλοίων, έγινε στόχος πολλών δυνάμεων (Ροδίων, Μακεδόνων, Σπαρτιατών,
κ.α.) που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο του Αιγαιακού χώρου. Κατά τη διάρκεια
της «Κρητικής Επανάστασης» κατά των Ρωμαίων το μικρό νησί, που ανήκε στην
Κρητική πόλη Φαλάσαρνα, αποτέλεσε τον πρώτο στόχο της επίθεσης των Ρωμαίων που
κατέληξε με την καταστροφή της μεγαλονήσου και την τελική υποδούλωσή της (69-67
π.Χ.). Τότε σταμάτησε και η ζωή της αρχαίας πόλης των Αντικυθήρων (Sekunda,
2009; Τσαραβόπουλος, 2009γ).
Η οχύρωση της αρχαίας πόλης των
Αντικυθήρων, που ονομαζόταν τα αρχαία χρόνια Αιγιλία, σώζεται σε όλο το μήκος
της και καλύπτει έκταση 300 περίπου στρεμμάτων εντός των οποίων σώζονται ιερά,
στρατιωτικές εγκαταστάσεις, υπολείμματα οικιών, δεξαμενές και άλλα
αρχιτεκτονικά λείψανα. Η μεγάλη έκταση που καλύπτει και η ολοκλήρωση αποκάλυψης
απαιτεί εργασία που θα διαρκέσει για πολλές δεκαετίες. Η «πειρατική»
δραστηριότητα που προκύπτει από τις πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα μπορεί
να λειτουργήσει ως έλξη για όσους επιθυμήσουν την εναλλακτική αυτή μορφή
τουρισμού (Jacopi, 1932: 169-170; Segre, 1933: 452-461).
Εξαιτίας της ραγδαίας μείωσης του
πληθυσμού η Κοινότητα Αντικυθήρων – η οποία σήμερα εκπροσωπείται από τον Δήμο
Κυθήρων και Αντικυθήρων - ζήτησε την δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου στο νησί,
αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας άλλου πόλου
έλξης για τους επισκέπτες. Κάθε καλοκαίρι από το 2000 η 26η ΕΠΚΑ υπό την
επίβλεψη του πρώτου συντάκτη αυτού του άρθρου οργανώνει ανασκαφές στον χώρο. Η
οικονομική υποστήριξη παρέχεται από την Κοινότητα Αντικυθήρων, την Εταιρεία
Κυθηραϊκών Μελετών και τέλος το Kytherian Research Group.
Δημιουργία «ζωντανών» αρχαιολογικών πάρκων στο «Παλαιόκαστρο» Κυθήρων
και «Κάστρο» Αντικυθήρων
Στην περίπτωση του
«Παλαιοκάστρου» στα Κύθηρα, η μεγάλη έκταση του χώρου δίνει τη δυνατότητα της
εφαρμογής του προγράμματος που προτείνουμε για πολλές δεκαετίες. Το
«Παλαιόκαστρο» είναι ο κύριος αρχαίος οικισμός του νησιού και η ανασκαφή του θα
φωτίζει συνέχεια την ιστορία των Κυθήρων. Η θέση του «Παλαιοκάστρου» στο κέντρο
σχεδόν του νησιού την κάνει εύκολα προσβάσιμη από τους χώρους διαμονής των
Κυθήρων, τα Μητάτα, τα Αρωνιάδικα, το Λιβάδι, και τα παραθεριστικά Παλαιόπολη,
Αυλέμονας και Διακόφτι. Στα πλαίσια του προγράμματος εργασιών, που θα διαρκεί
για κάθε ομάδα εργασίας δύο ή τρεις εβδομάδες, το πρωί θα γίνονται οι εργασίες
πεδίου που θα συμπεριλαμβάνουν ανασκαφική εργασία, καθαρισμούς και διαμορφώσεις
διαδρομών και χώρων. Η ημέρα εργασίας θα έχει κυμαινόμενο ωράριο που θα
εξαρτάται από την ανατολή του ήλιου, αλλά δεν θα διαρκεί περισσότερο από 5
ώρες. Το απόγευμα οι δράσεις θα συμπεριλαμβάνουν πλύσιμο και καταγραφή των
κινητών ευρημάτων, ανάγνωση και συζήτηση του ημερολογίου ανασκαφής, καθώς και
διαλέξεις-μαθήματα που θα περιλαμβάνουν την ιστορία της Ελλάδας, την ιστορία
των Κυθήρων ενταγμένη στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου, των Επτανήσων και
της Κρήτης, όπως επίσης και τη σύνδεση των ευρημάτων της ανασκαφής με τους σταθμούς της ιστορίας
του νησιού. Τις Κυριακές θα διοργανώνονται εκδρομές στους υπόλοιπους
αρχαιολογικούς χώρους του νησιού. Στα Κύθηρα, οι εστίες διαμονής επιτρέπουν τις
αρχαιολογικές εργασίες από τα μέσα Μαρτίου έως τον Νοέμβριο.
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν μια
ξεκάθαρη παραδοχή: ότι η ανασκαπτόμενη κάθε χρόνο επιφάνεια δεν θα είναι ούτε
μεγάλη σε έκταση ούτε θα προχωράει σε μεγάλο βάθος γιατί ο πρώτος στόχος της
ανασκαφικής διαδικασίας θα είναι διδακτικός και ύστερα ερευνητικός. Ο χώρος της
ανασκαφής, όπως συμβαίνει σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της χώρας, έχει
εξαιρετικά πολλά κινητά ευρήματα, τα οποία ανακύπτουν σχεδόν μόλις «ξύσει»
κανείς το έδαφος, ώστε να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως αντικείμενα
διδασκαλίας των συμμετεχόντων ακόμα και με την περιορισμένης έκτασης ανασκαφική
διαδικασία.
Στην περίπτωση της αρχαίας
Αιγιλίας των Αντικυθήρων, η πρόταση για τη δημιουργία ενός ζωντανού
Αρχαιολογικού Πάρκου, θα μπορούσε να δώσει στο νησί μια νέα ευκαιρία να
αναβιώσει. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο επισκέπτης εξαντλεί τον αρχαιολογικό
χώρο με μια ή το πολύ δύο, αν είναι πολύ επιμελής, ημερήσιες επισκέψεις, ενώ το
υπόλοιπο νησί εξαντλείται σε άλλες δυο μέρες. Οι ερχόμενοι όμως στα Αντικύθηρα
είναι υποχρεωμένοι, από τα αραιά δρομολόγια του πλοίου της γραμμής, να
παραμένουν περισσότερες μέρες γεγονός που αποτρέπει ακόμα και την σκέψη της
δοκιμαστικής επίσκεψης. Με την πρότασή μας όμως, υπάρχει η δυνατότητα της
δημιουργίας ενδιαφέροντος των επισκεπτών για την παραμονή τους στο νησί δυο ή
και τρεις εβδομάδες.
Έως τώρα, ανταποκρινόμενοι στην
επιθυμία της Κοινότητας Αντικυθήρων για την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου,
ως μέλη της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, είχαμε προχωρήσει σε καθαρισμούς και
μικρές αποκαλύψεις του τείχους της αρχαίας πόλης και των αρχιτεκτονικών
λειψάνων του ναού του Απόλλωνα στη ρίζα του λόφου του οχυρού.
Το νησί βέβαια, με μόνο 25 μόνιμους
κατοίκους, δεν διαθέτει υποδομές διαμονής, αλλά ούτε και άνετες υπηρεσίες
εστίασης γεγονός που δυσκολεύει την παρουσία μιας μεγάλης ομάδας όλους τους
μήνες από τον Μάρτη έως τον Νοέμβρη.
Η διαμονή γίνεται σε αντίσκηνα
στο προαύλιο του Σχολείου το οποίο εδώ και 20 χρόνια έχει πάψει να λειτουργεί.
Οι δυνατότητες λουτρού είναι περιορισμένες και μόνο στον κυρίως οικισμό, τον
Ποταμό, περίπου τρία χιλιόμετρα από τον χώρο διαμονής. Η εστίαση γίνεται το
μεσημέρι στον Ποταμό και το βράδυ στο σχολείο που διαθέτει εγκαταστάσεις
μαγειρέματος. Οι συνθήκες διαβίωσης της ομάδας που εργάζεται στα Αντικύθηρα
είναι δύσκολες.
Στη διαδικασία της ανασκαφής
συμμετέχουν συνεχώς από το 2000, πολλοί εθελοντές, φοιτητές και άλλοι, πολλών
επαγγελμάτων και ειδικοτήτων. Από την εμπειρία των ετών αυτών φάνηκε ότι ο
εθελοντισμός, ακόμα και αυτός κατά τον οποίο δεν εξασφαλίζονται η διαμονή ή η
διατροφή, έχει μεγάλη απήχηση όχι μόνο σε όσους έχουν σχέση με τις
ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά σε μεγάλο βαθμό και σε πολλούς συνανθρώπους μας
των οποίων τα επαγγέλματα και η απασχόληση είναι τελείως διαφορετικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, και εδώ, όπως
και στα Κύθηρα, η κάθε ομάδα θα εργάζεται 2 ή 3 εβδομάδες, από τον Μάη έως και
τον Σεπτέμβρη τα πρώτα χρόνια του προγράμματος, με προοπτική, εάν δημιουργηθούν
εγκαταστάσεις διαμονής, να επεκταθεί η περίοδος από τον Απρίλη έως τον
Οκτώβρη-Νοέμβριο . Όπως και στα Κύθηρα, η ημέρα εργασίας αρχίζει με την ανατολή
του ήλιου και διαρκεί 5 ώρες. Οι εργαζόμενοι μπορούν, μετά την εργασία, να
κολυμπήσουν στην γειτονική της ανασκαφής παραλία και ύστερα να μεταβούν, είτε
με αυτοκίνητο είτε με τα πόδια στον κύριο οικισμό όπου υπάρχει το ντους και τα
δυο εστιατόρια. Το απόγευμα, στον χώρο του σχολείου, θα γίνεται η πλύση και η
καταγραφή των κινητών ευρημάτων, η ανάγνωση των ημερολογίων και θα δίνονται
μαθήματα ιστορίας και αρχαιολογικής μεθοδολογίας.
Στα Αντικύθηρα με την παραπάνω
πρόταση επιτυγχάνονται οι τρεις στόχοι που αναφέρθηκαν στην αρχή του κειμένου
αυτού, αλλά πιστεύουμε ότι με την εφαρμογή του προγράμματος θα υπάρξει και
ουσιαστική συμβολή στην ανατροπή της διαδικασίας ερήμωσης του νησιού, αφού η
παρουσία μιας πολυάριθμης ομάδας, όχι μόνο κατά τους μήνες που θα διαρκεί η
ανασκαφική διαδικασία, αλλά και τον υπόλοιπο χρόνο, όταν θα εργάζονται τα
συνεργεία συντήρησης των ευρημάτων για τη δημιουργία μουσειακού χώρου10, θα
οδηγήσει στον «επαναπατρισμό» κατοίκων του νησιού για τους οποίους πλέον θα
υπάρχει προσφορά εργασίας στο νησί. Ένας από τους λόγους ερήμωσης του νησιού
είναι εξαιτίας της έλλειψης θέσεων εργασίας. Δηλαδή, η λειτουργία, με αυτόν τον
τρόπο, του Αρχαιολογικού Χώρου, θα επιτρέψει να δημιουργηθούν άλλες θέσεις
εργασίας στο νησί για την εξυπηρέτηση των εργαζομένων, με αμοιβή ή εθελοντικά,
στον αρχαιολογικό χώρο (Τσαραβόπουλος, 2009δ; 2010).
Στον χώρο των αρχαιολόγων θα
εξασφαλίσει τουλάχιστον έξι θέσεις εργασίας (αρχαιολόγων και συντηρητών) για
περισσότερο από 5 μήνες τον χρόνο στο νησί11. Η συνειδητοποίηση από τους
κατοίκους ότι οι αρχαιολογικές εργασίες μπορούν να δώσουν πνοή στο νησί έχει
ήδη φανεί και η δυσπιστία που αντιμετώπισε η ανασκαφική ομάδα όταν
πρωτοεμφανίστηκε στο νησί, και παρά την αμέριστη συμπαράσταση που είχε από την
Κοινοτική Αρχή, τελευταία έχει τελείως υποχωρήσει και τώρα το σύνολο των
μόνιμων κατοίκων υποστηρίζει τις ανασκαφικές εργασίες.
Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι οι
έως τώρα συμμετέχοντες εθελοντικά στις εργασίες ανασκαφής έχουν μετατραπεί σε
ζωντανούς διαφημιστές του νησιού και επανέρχονται ή στέλνουν πολλούς γνωστούς
και φίλους στο νησί παρόλες τις δυσκολίες διαβίωσης.
Για να ολοκληρώσουμε την πρόταση
θα επαναλάβουμε την διαπίστωση ότι ο αρχαιολογικός χώρος αντί να κλείνει για το
κοινό «λόγω ανασκαφής», θα «ανοίγει» για τον ίδιο ακριβώς λόγο κάνοντας
επισκέψιμη την ίδια τη διαδικασία της ανασκαφής.
Προβλήματα και Περιορισμοί: ο ρόλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
Και οι δύο αρχαιολογικοί χώροι
είναι «κηρυγμένοι» και προστατεύονται από τον Αρχαιολογικό Νόμο. Ωστόσο, κάποια
γη παραμένει ιδιωτική, και θα πρέπει είτε να γίνει απαλλοτρίωση (που σημαίνει
κρατική δαπάνη) είτε να γίνει ανταλλαγή με δημόσια γη12.
Τίθεται ασφαλώς το ερώτημα πώς
μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Είναι βέβαιο ότι όλα θα πρέπει να
γίνουν υπό τον συνεχή έλεγχο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Υπουργείου
Πολιτισμού.
Είναι ένα σοβαρό πρόβλημα γιατί
θα μπορούσε να πέσει στην αδράνεια στην οποία πέφτουν, μετά έναν πρώτο ενθουσιασμό,
πολλές παρόμοιες πρωτοβουλίες. Ο φορέας θα πρέπει να λειτουργεί ανεξάρτητα από
τους συμμετέχοντες στην ανασκαφική και ερευνητική δραστηριότητα και να
διαχειρίζεται τα οικονομικά καθ’όλη τη διάρκεια του έτους για να μπορούν οι
εργαζόμενοι, αρχαιολόγοι, συντηρητές, σχεδιαστές, αλλά και λογιστές και
φροντιστές, να προσβλέπουν στο πρόγραμμα ως έναν μόνιμο χώρο εργασίας ο οποίος
θα τους εξασφαλίζει για σχετικά πολλά χρόνια τη δυνατότητα εργασίας. Ως πιθανή
λύση, χωρίς να είναι μοναδική, βλέπουμε την συνεταιριστική οργάνωση της ομάδας
η οποία, σε άμεση επαφή με την Αρχαιολογική Υπηρεσία και υπό τον έλεγχό της, θα
αναλαμβάνει την οργάνωση και λειτουργία του προγράμματος.
Βέβαια, για να λειτουργήσει με
αυτόν τον τρόπο ένας αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα πρέπει πρώτ’ απ’ όλα, να
ξεπεραστούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια που είναι στενά συνδεδεμένα με την
οργάνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, καθώς και με τη συντηρητική νοοτροπία των
μελών της. Η νοοτροπία αυτή δεν είναι άσχετη με την γενικότερη οργάνωση και
λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης στην Ελλάδα. Γραφειοκρατικές αγκυλώσεις,
φόβος μπροστά στο καινούριο και τις ευθύνες που δημιουργεί, αδράνεια,
συνδυασμένα με την βαθιά ριζωμένη κρατικοδίαιτη μηχανή εμποδίζουν πολύ συχνά
κάθε αποδοχή προτάσεων που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα. Σε κάθε νέα πρόταση
που γίνεται ο γραφειοκρατικός μηχανισμός «ανακαλύπτει» δεκάδες τυπικά
«αξεπέραστα» εμπόδια, τα οποία εύκολα ξεπερνιούνται και βρίσκονται και
ευφυέστατες λύσεις όταν κάποιο «ισχυρό» πρόσωπο δείχνει το ανάλογο ενδιαφέρον13.
Υπάρχει η βάσιμη ελπίδα, λόγω της
αναδιάρθρωσης της Δημόσιας Διοίκησης και της αλλαγής νοοτροπίας και λειτουργίας
της, που επιβάλλονται για το ξεπέρασμα της κρίσης στην οποία έχει περιέλθει το
Ελληνικό κράτος, ότι η πρόταση αυτή θα γίνει αποδεκτή και θα μπορέσει να
πραγματοποιηθεί αποδεικνύοντας στην πράξη ότι τα αρχαία, όταν προβάλλονται
σωστά, είναι δυνατόν να συμβάλουν αποτελεσματικά στη βιώσιμη ανάπτυξη ενός
τόπου. Θα ήταν δυνατό να αρχίσει πρώτα πιλοτικά στα δυο νησιά και αν φανεί ότι
έχει επιτυχία να επεκταθεί και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας.14
Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης
φαίνεται ότι ποτέ δεν θα διατεθούν πόροι για τους αρχαιολογικούς χώρους που
βρίσκονται έξω από τα «τουριστικά κυκλώματα». Η πρόταση αυτή θα βοηθήσει στην
ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων και τη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς
και ταυτόχρονα θα αποτελέσει ένα βασικό στοιχείο της αειφόρου ανάπτυξης.
Επίλογος
Συμπερασματικά, η πρόταση αυτή
«εκμεταλλεύεται» τον τεράστιο αρχαιολογικό πλούτο της Ελλάδας για την ανάπτυξη
της, την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και την καλύτερη τεκμηρίωση της
ιστορίας της χωρίς την ανάγκη επένδυσης από το Ελληνικό κράτος. Η περίπτωση του
«Παλαιοκάστρου» στα Κύθηρα είναι σχεδόν άγνωστη αρχαιολογικά και ιστορικά. Τα Κύθηρα
είναι ένα νησί με τουριστική ανάπτυξη, αλλά από την άλλη πλευρά ο αρχαιολογικός
χώρος είναι ολοκληρωτικά μη προσβάσιμος. Τα Αντικύθηρα από την άλλη πλευρά
είναι ένα νησί του οποίου ο πληθυσμός παρουσιάζει ραγδαία μείωση και η μόνη
προοπτική για ανάπτυξη είναι η δημιουργία ενός «ζωντανού» αρχαιολογικού
πάρκου. Και οι δύο αρχαιολογικοί χώροι
έχουν ένα διαφορετικό χαρακτηριστικό έλξης. Τα Κύθηρα είναι το νησί της
Αφροδίτης και το διαφημιστικό σύνθημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τις
ανάγκες του προγράμματος είναι «ανασκαφές στο νησί της Αφροδίτης», ενώ το
«ελκυστικό» σύνθημα για τα Αντικύθηρα θα μπορούσε να είναι «ανασκαφές στο νησί
των πειρατών».
Σημειώσεις
1. Εδώ αναφέρονται μόνο μερικοί
από τους διαμορφωμένους χώρους για τους οποίους έχουν δαπανηθεί τεράστια ποσά
από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους για τη διαμόρφωσή τους, ενώ η επισκεψιμότητά
τους είναι ελάχιστη.
2. Για τη διαμόρφωση του
αρχαιολογικού χώρου της «Καρθαίας» (που εντάχθηκε στα προγράμματα του ΤΔΠΕΑΕ
λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος της γενικής γραμματέως του Υπουργείου
Πολιτισμού, όπως και πολλές άλλες θέσεις που επιλέχθηκαν λόγω των ιδιαίτερων
σχέσεων των επικεφαλής αρχαιολόγων με την ΓΓ) έχουν ξοδευτεί πολλά χρήματα τις
τελευταίες δυο δεκαετίες αλλά ακόμα δεν είναι προσβάσιμη από τη στεριά. Πρέπει
να είναι κανείς ιδιοκτήτης πλεούμενου ή να νοικιάσει ευκαιριακό πλεούμενο!
3. Ένα άλλο target group είναι η
παγκόσμια κοινότητα των φοιτητών αρχαιολογίας οι οποίοι αναζητούν
αρχαιολογικούς χώρους για να αποκτήσουν ανασκαφική εμπειρία. Τα έξοδά τους
εξασφαλίζονται συχνότατα από τα πανεπιστήμια στα οποία φοιτούν.
4. Πρόκειται για τον Αρχαιολογικό
Νόμο 3028, ΦΕΚ Α’ 153/28-6-2002, «για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν
γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» και ιδιαίτερα το άρθρο 3 στο οποίο ορίζεται
το «Περιεχόμενο της προστασίας». (Αρχαιολογικός Νόμος 3028/2002, αρ. 3)
5. Για τους αναγνώστες που δεν
γνωρίζουν την πραγματικότητα στην Ελλάδα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε
πάρα πολλές περιοχές της, πριν από κάθε επέμβαση στο υπέδαφος, είτε για
οικοδόμηση, είτε για εργασίες υποδομής (διάνοιξη δρόμων, δίκτυα ύδρευσης και
αποχέτευσης κ.α.) απαιτείται πρώτα απ’όλα η παρακολούθηση τους από την Αρχαιολογική
υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, ενώ εάν βρεθούν αρχαιότητες επιβάλλεται η
ανασκαφή τους με δαπάνες του κράτους ή του ιδιοκτήτη του χώρου και, όπως είναι
κατανοητό η διαδικασία αυτή επιφέρει οικονομικό κόστος και καθυστέρηση
ολοκλήρωσης των έργων. Αρχαιολογικός Νόμος 3028/2002, άρθρο 37.
6. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε
και την πιθανότητα οι «συμμετέχοντες» στην ανασκαφή να μην είναι μόνοι τους,
αλλά να συνοδεύονται από συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα που θα αυξήσουν την ομάδα
στους χώρους φιλοξενίας και εστίασης.
7. Όμηρος, Ιλιάδα Ο, 432;
Ησίοδος, Θεογονία, 192. Για την «ιερότητα» του νησιού στις τέχνες, οι πίνακες
«Η Γέννηση της Αφροδίτης» του Botticelli και «Επιβίβαση στα Κύθηρα» του
Jean-Antoine Watteau και το ποιήμα «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Charles Baudelaire
8. Πρόκειται για τα ευρήματα των
ημερών της ανασκαφής τα οποία θα βλέπουν οι συμμετέχοντες, αλλά θα συζητιούνται
και ορισμένα ευρήματα-κλειδιά που έχουν αποκαλυφθεί σε άλλες περιόδους και
έχουν συμβάλλει στη συναγωγή ιστορικών συμπερασμάτων.
9. Η δημιουργία χώρων διαμονής
ανταποκρίνεται στους στόχους του προγράμματος, αφού θα επιτρέψει την
αναπαλαίωση παλαιών οικιών ή την κατασκευή νέων σε ένα νησί το οποίο βρίσκεται
σε διαδικασία ερήμωσης.
10. Η έως τώρα ανασκαφή στα
Αντικύθηρα «παρήγαγε» πλήθος εκθέσιμων ευρημάτων τα οποία μαζί με αντίγραφα των
ευρημάτων από το «ναυάγιο» θα δημιουργήσουν έναν αξιόλογο εκθεσιακό χώρο (Caltsas, Vlachogianni, Bougia, 2012; Marțiș et al.,
2006; Pyrrou et al.,
2006; Tsaravopoulos
2009c).
11. Η αμοιβή των εργαζόμενων
αρχαιολόγων και συντηρητών θα εξασφαλίζεται, όπως εκτέθηκε και παραπάνω από
τους συμμετέχοντες στην ανασκαφική – διδακτική διαδικασία.
12. Η ανταλλαγή γης προβλέπεται
από τον Αρχαιολογικό Νόμο 3028/2002, άρθρο 18.8. Ειδικά στα Κύθηρα βρέθηκε μια
ακόμα καλύτερη λύση που είναι η προσφορά της γης από μερικούς Κυθήριους της
Αυστραλίας, ιδιοκτήτες γης στο Παλαιόκαστρο, οι οποίοι παραχωρούν το δικαίωμα
στους αρχαιολόγους να διενεργήσουν ανασκαφές.
13. Ο γράφων έχει εμπειρία και
από επεμβάσεις «ισχυρών» που λειτούργησαν θετικά, ενώ ο μηχανισμός είχε
εκφραστεί αρνητικά στην πρότασή του, αλλά και από επεμβάσεις που σταμάτησαν
προτάσεις με γραφειοκρατικές προφάσεις και ήταν αδύνατο να ξεπεραστούν λόγω
έλλειψης ενδιαφέροντος από κάποιον «ισχυρό».
14. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας
οι αρχαιολογικοί χώροι στους οποίους θα μπορούσε να εφαρμοστεί το πρόγραμμα
αυτό στην Ελλάδα, είναι πάνω από διακόσιοι επιφέροντας τα αντίστοιχα
πολιτιστικά και οικονομικά αποτελέσματα στις περιοχές στις οποίες βρίσκονται.
Βιβλιογραφία
- Archontidou-Argyri, A. et al. 2003.
Emporio. A settlement of the early historical times. Works of rehabilitation.
Ministry of Culture. K’ EPKA. Chios
- Bevan, A., Conolly, J. and A.
Tsaravopoulos 2008. The Fragile Communities of Antikythera. Archaeology
International 10, 2008, 32-36.
- Caltsas, N., Vlachogianni, E.,
Bougia, P. (eds). 2012. The Antikythera Shipwreck. The Ship, the Treasures, the
Mechanism, Catalogue of the exhibition in the National Archaeological Museum
from April 2012 to April 2013.
- Huxley, G. & Coldstream, N.
1972. Kythera, Excavations and Studies. London
- Jacopi, G. 1932. Nuove epigrafi dale
Sporadi Meridionali, Clara Rhodos 2: 169-170
- Marțiș, T., Zoitopoulos, M. &
Tsaravopoulos, A. 2006. Antikythera. The Early Hellenistic Cemetery of pirates’
town. In: Luca, S.A. & Sîrbu, V. (eds). The Society of the Living – The
Community of the Dead (from Neolithic to the Christian Era). Proceedings of the
7th International Colloquium on Funerary Archaeology, 2006.
Biblioteca Septemcastrensis XVII (2006). Sibiu, pp. 125-134
- Mendoni, L. 2004. The protection and
presentation of archaeological sites in connection with sustainable
development: the archaeological site of Karthaia. In: Doukelis, P. N. and
Mendoni, L. (eds). Perception and Evaluation of Cultural Landscapes:
Proceedings of an International Symposium, Zakynthos, December 1997. Athens:
Research Centre for Greek and Roman Antiquity, National Hellenic Research
Foundation (Μελετήματα 38): 187-221.
-
Parlama,
L. 2006. Το έργο της Επιτροπής
Έρευνας, Προστασίας, και Ανάδειξης του Προϊστορικού Οικισμού στο Παλαμάρι της
Σκύρου. In: Το Έργο των
Eπιστημονικών Επιτροπών
Αναστήλωσης, Συντήρησης και Ανάδειξης Μνημείων, ΥΠ.ΠΟ.Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε., Athens: 305-315
-
Petrocheilos,
I. 1984. Τα Κύθηρα από
την προϊστορική εποχή ως τη Ρωμαιοκρατία. Ioannina
-
Petrocheilos,
I. 2003. Αρχαίο ιερό
στο Παλιόκαστρο. In: Glykofridi-Leontsini, A. (ed). Κύθηρα: Μύθος και Πραγματικότητα. Πρακτικά Α’ Διεθνούς
Συνεδρίου Κυθηραϊκών Μελετών, Κύθηρα 2003, Τόμος Α’, pp. 77-79
-
Petrocheilos,
I. 2007. Αναθήματα του
Ιερού στο Παλιόκαστρο Κυθήρων. In:
Konsolaki-Yiannopoulou, E. (ed). Έπαθλον, Αρχαιολογικό συνέδριον
προς τιμήν του Αδώνιδος Κύρου (Πόρος 2002), τ. Α’, Αθήνα, pp. 295-306
- Petrocheilos, I. 2009. Παλιόκαστρο Κυθήρων:
Νέες αρχαιολογικές μαρτυρίες. In:
Vasilopoulou, V. & Katsarou-Tzeveleki, S. (eds). From Mesogeia to
Argosaronikos. Proceedings of the colloquium: Το έργο μιας
δεκαετίας. Αθήνα, 2003, Μαρκόπουλο Μεσογαίας. pp. 537-547
- Pyrrou, N., Tsaravopoulos, A. &
Bojică, C. 2006. The Byzantine settlement of Antikythira (Greece) in the 5th -
7th centuries. In Luca, S.A. & Sîrbu, V. (eds). The Society of the Living –
The Community of the Dead (from Neolithic to the Christian Era. Proceedings of
the 7th International Colloquium on Funerary Archaeology, 2006. Biblioteca
Septemcastrensis XVII (2006). Sibiu, pp. 223-237
- Segre, M. 1932. Nuovi Testi storici,
RFIC N.S. 10: 432-461
-
Sekunda,
N. 2009. The Date and Circumstances of the Construction of the Fortifications
at Phalasarna. HOROS 17-21 (2004-2009): 595-600
-
Σημαντώνη-Μπουρνιά, E. κ. αλ. 2006. Το έργο Συντήρηση και
Ανάδειξη αρχαίας Καρθαίας Κέας. Τα έτη 2002-2004. Αρχαιογνωσία 14: 237-284
-
Tsaravopoulos,
A. 2006. Kythera, Antikythera. In: Vlachopoulos, A.
(ed). Archaeology, Aegean Islands, Melissa, Athens. pp. 198-203
-
Tsaravopoulos,
A. 2009α. Το έργο της
Β΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο νησί των Κυθήρων 1994-2003.
In: Vasilopoulou, V. &
Katsarou-Tzeveleki, S. (eds). From Mesogeia to Argosaronikos. Proceedings of the Colloquium:
Το έργο μιας δεκαετίας. Αθήνα, Μαρκόπουλο Μεσογαίας. pp. 561-576
- Tsaravopoulos, A. 2009β. Το έργο της Β΄
Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στα Αντικύθηρα. In: Vasilopoulou, V. &
Katsarou-Tzeveleki, S. (eds). From Mesogeia to Argosaronikos. Proceedings of the Colloquium:
Το έργο μιας δεκαετίας. Αθήνα, Μαρκόπουλο Μεσογαίας. pp. 577-592
- Tsaravopoulos, A. 2009γ. Η Επιγραφή IG.V.1,948 και οι ενεπίγραφες μολυβδίδες
του Κάστρου των Αντικύθηρων. HOROS
17-21 (2004-2009): 327-348. The English version in print in Gdanskie Studia
Archeologiczne Nr 2 (2012): 207-217. Gdansk
- Tsaravopoulos, A. 2009δ. Can an
archaeological site contribute to the sustainable development of a remote
island? In: Neagu, M. (ed) Museums, monuments and tourism at the lower Danube,
Călăraşi: Culture and Civilization at the lower Danube, 39-43.
- Tsaravopoulos, A. 2010. Αρχαιολογικός χώρος
για την τοπική ανάπτυξη; Μια πρόταση για τη
δημιουργία «ζωντανού» Αρχαιολογικού Πάρκου στα Αντικύθηρα. Ilissia 5-6: 52-58
πηγή: visitkythera.gr